Wednesday, February 28, 2007

Κάνε, γυιε μου, την δουλειά σου...

Περί αιμομιξίας ο λόγος στο σημερινό άρθρο.

Αν υπάρχῃ ένα έγκλημα του Ποινικού Κώδικα όπου ο συνεπής φιλελευθερισμός, όπως εκφράζεται από την αυστηρή τήρηση της αρχής της βλάβης, έρχεται σε οξεία σύγκρουση με τις κρατούσες ηθικές αντιλήψεις, αυτό είναι το έγκλημα της αιμομιξίας. Και αυτό γιατί η εγκληματοποίηση της αιμομιξίας δεν μπορεί να δικαιολογηθῄ με κανένα τρόπο ως προσβολή κάποιου εννόμου αγαθού.

Δεν προσβάλλεται φυσικά η γενετήσια ελευθερία, βασικό προστατευόμενο έννομο αγαθό του ΙΘ΄ Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα, όπου εντάσσεται το έγκλημα, γιατί οι αιμομίκτες απαραιτήτως συναινούν. Δεν προστατεύεται το τυχόν συλληφθησόμενο τέκνο από πιθανές γενετικές ανωμαλίες για πολλούς λόγους: θα έπρεπε να διακρίνουμε ανάμεσα σε στείρους και μη αιμομίκτες, απαγορεύεται και η ομοφυλοφιλική αιμομικτική συνουσία, σε άλλες περιπτώσεις πιθανών γενετικών βλαβών δεν απαγορεύεται η συνουσία (π.χ. μεσογειακή αναιμία) κ.λπ.

Εκείνο δηλαδή που και εξαρχής επέβαλε την εγκληματοποίηση και σήμερα την διατηρεί δεν είναι τίποτε άλλο από την vox populi, την θέληση των πολλών, όπως εκφράζεται στις δικές ηθικές τους προτιμήσεις. Αληθώς, η αιμομιξία ήταν, είναι και παραμένει ένα γνήσιο έγκλημα «κατά των ηθών», σύμφωνα με την παλαιότερη διατύπωση του τίτλου του ΙΘ΄ Κεφαλαίου, δηλαδή ένα ψευδέγκλημα. Η απαγόρευση της αιμομικτικής συνουσίας είναι τόσο δίκαιη εξ επόψεως ενός φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους όσο η ομοφυλοφιλική ή η πρωκτική ή η έτσι-με-την-αρμύρα συνουσία.

Φυσικά το να υπερασπίζεσαι την ελευθερία του αιμομίκτη είναι δύσκολο, και όχι μόνο πολιτικά. Φθείρει ηθικά και ψυχολογικά όσο και το να υπερασπίζεσαι την μη επιβολή της θανατικής ποινής στον βιαστή και δολοφόνο ενός παιδιού, την αθώωση ενός όντως εγκληματία ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, το δικαίωμα του πρεζάκια να τρυπιέται. Φθείρει να εκτίθεσαι στα έκπληκτα ή αγνακτισμένα σχόλια των άλλων, να συγχέεται η υπεράσπιση της ελευθερίας μιας επιλογής με την υπεράσπιση της ίδιας της επιλογής, να δίνῃς αφορμή σε εικασίες για τα πραγματικά κίνητρά σου. Φοβάμαι λίγο∙ ενίοτε όμως κρείττον το λαλείν.

Τέλος πάντων: σύμφωνα με το άρ. 345 ΠΚ, η αιμομιξία τιμωρείται μόνο μεταξύ ανιόντων-κατιόντων και αδελφών.

Έτσι η παρ’ ολίγον αιμομίκτρια θεια του τίτλου μπορεί ανεμπόδιστα και υπό το ισχύον δίκαιο να προβαίνῃ στο θεάρεστο έργο της...

buzz it!

posted by Αθ. Αναγνωστoπουλος at 00:09 | 5 comments

Sunday, February 25, 2007

Αυτόνομος είσαι και φαίνεσαι!


Ο Πελοπίδας ξυπνάει το πρωί με ανεπανάληπτα κακή διάθεση. Φτιάχνει καφέ και μεταφέρεται στη βεράντα του σπιτιού του με την εφημερίδα υπό μάλης. Πριν προλάβει να καθήσει, βλέπει το γείτονά του, τον Αναξίμανδρο, να ποτίζει τα λουλούδια του. Ιδού ένας τρόπος να ξεπεράσει κανείς την πρωινή κακοκεφιά. Επιστρέφει στο σπίτι του, βγαίνει στον κήπο με ένα οπλοπολυβόλο και γαζώνει τον εμβρόντητο γείτονα.

Σε μία άλλη γετονιά της πόλης, ο Ιδομενέας ξυπνά με ένα ανεπανάληπτο κέφι. Φτιάχνει καφέ και μεταφέρεται στη βεράντα για να τον απολαύσει με την ησυχία του. Πριν προλάβει να καθήσει, ένας σωματώδης τύπος του βάζει ένα περίστροφο στον κρόταφο και του λέει ψιθυριστά: «αν αγαπάς τη ζωή σου, πάρε αυτό το όπλο και πήγαινε να καθαρίσεις το γείτονα. Θα σε παρακολουθώ από εδώ και, αν δεν έχεις γυρίσει σε 5 λεπτά, θα σκοτώσω το νεογέννητο παιδί σου που κοιμάται μέσα». Ο Ιδομενέας επιστρέφει μετά από λίγο κλαίγοντας και γεμάτος αίματα. Ο άγνωστος φεύγει ικανοποιημένος.

Αν ρωτούσε κάποιος ποιος από τους δύο, ο Πελοπίδας ή ο Ιδομενέας, συμπεριφέρθηκε περισσότερο ανήθικα, μόνο μία απάντηση μπορώ να φανταστώ: η συμπεριφορά του πρώτου έχει εμφανώς μεγαλύτερη ηθική απαξία από εκείνη του δεύτερου. Γιατί; Μα επειδή ο Πελοπίδας αυτόνομα αποφάσισε να σκοτώσει το γείτονά του ενώ ο Ιδομενέας έχει το ελαφρυντικό ότι κάποιος τον «ανάγκασε» να κάνει ό,τι έκανε. Ας μην περιπλέξουμε το ζήτημα άσκοπα συζητώντας για τη φύση του εξαναγκασμού. Η ουσία είναι ότι η πρώτη απόφαση ήταν αυτόνομη ενώ η δεύτερη όχι. Μα τι έχουμε εδώ; «Είναι κακό, λοιπόν, που είμαι αυτόνομος;» θα ρωτούσε ο Πελοπίδας. «Μετράει εναντίον μου αντί να συμβαίνει το αντίθετο;» θα επέμενε. «Τουλάχιστον εγώ είμαι αυτόνομος και όχι η μαριονέτα κάποιου άγνωστου» θα φώναζε. Κι όμως, Πελοπίδα, η αυτόνομή σου φύση σε καθιστά χειρότερο ηθικά από έναν μη-αυτόνομο. Αυτό το παράδειγμα θα χρησιμοποιούσε ο Joseph Raz για να υποστηρίξει τη θέση του ότι η αυτονομία δεν είναι πολύτιμη per se. Αν ήταν, δε θα μετέθετε κάποια αξία στην αυτόνομη πράξη του; Αρα, η προσωπική αυτονομία είναι πολύτιμη μόνο όταν η άσκησή της οδηγεί στο καλό. Ή μήπως όχι;

Ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνων είναι δύο υποψήφιοι διδάκτορες φιλοσοφίας. Οι καθηγητές τους τους θαυμάζουν για τον ανεπανάληπτο συνδυασμό εργατικότητας και οξυδέρκειας που τους χαρακτηρίζει. Κανείς δεν μπορεί να πει ποιος από τους δύο είναι ο πιο διαβασμένος ή ο πιο έξυπνος – είναι αμφότεροι παιδιά θαύματα. Έχουν, όμως, τούτοι οι δύο άνθρωποι εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις για το πως πρέπει να χρησιμοποιεί κανείς τη γνώση και τη διάνοια εκτός της φιλοσοφικής αναζήτησης. Ο Μενέλαος βοηθά την αστυνομία στην εξιχνίαση των πιο περίπλοκων εγκλημάτων και λύνει γρίφους σε φιλανθρωπικά παζάρια προς τέρψιν των θεατών. Ο Αγαμέμνων, ο κύριος της φωτογραφίας, οργανώνει και εκτελεί τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο να συλληφθεί – ακόμα και ο Μενέλαος είναι απλά εξίσου έξυπνος και αδυνατεί να εξαλείψει το πλεονέκτημα που έχει ο «επιτιθέμενος» Αγαμέμνων. Άρα, η γνώση και η υψηλή διάνοια είναι πολύτιμες μόνο όταν οδηγούν στο καλό. Ή μήπως όχι;

Αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε, τελικά, να έχει αξία per se αν εξακολουθήσουμε στον ίδιο δρόμο. Οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλό ή για κακό σκοπό. Η γνώση, η αυτονομία, η ελευθερία, μέχρι και το καλό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κακό σκοπό! Ο θεόσταλτος John Coffey στο Green Mile λέει στους δεσμοφύλακές του για το βιαστή και δολοφόνο δύο μικρών αδερφών: he killed them with their love. Ο περί ου ο λόγος ψυχασθενής είχε απειλήσει καθένα από τα κοριτσάκια ότι, αν φωνάξει, θα σκοτώσει την αδελφή του. Πολύ κακή χρήση της αγάπης από τις δύο αδελφούλες: αν φώναζαν, τουλάχιστον μία από τις δύο ίσως να ζούσε (πάντοτε σύμφωνα με το σενάριο – ή μάλλον το βιβλίο του King). Ένας γονιός καταπιέζει τα παιδιά του από αγάπη, ένας φιλάνθρωπος θρέφει άεργους (ενισχύοντας τον κακό τους χαρακτήρα και την στασιμότητά τους) από αλτρουϊσμό και ένας στρατιώτης σκοτώνει έναν αθώο συνάδελφο της άλλης πλευράς για να σταματήσει έναν τρελό δικτάτορα. Τα πάντα έχουν εργαλειακή αξία, λοιπόν. Η αγάπη, η γνώση, ο αλτρουϊσμός δεν έχουν εγγενή αξία. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την προσωπική αυτονομία. Ή μήπως όχι;

Ο Raz θα έλεγε πως όχι: ναι μεν η προσωπική αυτονομία δεν είναι πολύτιμη per se αλλά αυτό δεν συνεπάγεται την εργαλειακή της αξία. Αντίθετα, η αξία της είναι εγγενής επειδή είναι απαραίτητο «συστατικό υλικό της καλής ζωής». Δηλαδή; Δεν μπορεί να ζει κανείς μία καλή ζωή χωρίς να είναι και αυτόνομος; Όχι, λέει ο Raz, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, διότι σε αυτές μόνο όποιος είναι αυτόνομος μπορεί να ζήσει μία καλή ζωή και αυτό γιατί σε ένα περιβάλλον που υποστηρίζει την αυτονομία μόνο οι αυτόνομοι ευημερούν. Εγώ, όμως, αποφασίζω να παραδώσω όλες μου τις αποφάσεις στα χέρια σοφών που θα μπορούν ακόμα και να προβλέπουν τις αλλαγές στις επιθυμίες και τις διαθέσεις μου. Δεν είμαι, λοιπόν, αυτόνομος, αλλά δεν μπορώ να ζήσω, παρ’ όλα αυτά, μία καλή ζωή; Γιατί όχι; Αλλά και αντίστροφα: δεν μπορώ να πάρω αυτόνομες αποφάσεις σε ένα μη αυτόνομο περιβάλλον και να ζήσω καλά; Ο Σπάρτακος αποφάσισε να δραπετεύσει (αυτόνομη απόφαση) από το στρατόπεδο των μονομάχων (μη αυτόνομο περιβάλλον) και να μην περιμένει την εξιλέωση μέσω της επιτυχίας (που οδηγεί στην απελευθέρωση) ή της αποτυχίας (που οδηγεί στο θάνατο) στην αρένα. Ήταν η ελεύθερη ζωή στα βουνά χειρότερη από τη ζωή του μονομάχου; Δεν ήταν μία –τηρουμένων των αναλογιών- καλή ζωή; Νομίζω πως μία πρόχειρη ματιά στη θεωρία του Raz περί αυτονομίας αναδεικνύει τις αδυναμίες της (θεωρίας): δεν είναι καθόλου προφανές ούτε ότι η πιθανότητα κακής χρήσης της αυτονομίας την καθιστά μη-άξια per se ούτε και ότι σε ένα αυτόνομο περιβάλλον ο μόνος τρόπος για να ζήσει κανείς καλά είναι να είναι αυτόνομος. Ή μήπως είναι;

buzz it!

posted by Κωνσταντινος Καλλιρης at 18:29 | 15 comments

Μήπως η όπερα θέλει Cura;



Η ορχήστρα παίζει δραματικά και τα συναισθήματα του κοινού κορυφώνονται. Ήρθε η ώρα ο Don Carlo να ξιφομαχήσει με τον Βασιλιά Φίλιππο σε μία από τις πιο δυναμικές σκηνές της όπερας Don Carlo του G. Verdi. Το Φίλιππο παίζει ο μπάσος Boris Christoff, ένας από τους πιο δημοφιλείς τραγουδιστές του 20ου αιώνα. Υπερβολικά δημοφιλής μάλλον για το θερμόαιμο τενόρο Franco Corelli που παίζει το ρόλο του τίτλου και δεν ανέχεται άλλους αστέρες στη σκηνή του. Το μόνο όπλο που έχει πρόχειρο είναι το σπαθί του και φροντίζει να το χρησιμοποιήσει επί σκηνής ξεκινώντας μία πραγματική ξιφομαχία με τον αντίζηλό του! Ο –κάθε άλλο παρά χαμηλών τόνων- Christoff ανταποκρίνεται ευχαρίστως και απαιτείται η δυναμική παρέμβαση ενός λογχοφόρου κομπάρσου για να σταματήσει ο παραλογισμός και να συνεχισθεί η παράσταση. Σε ένα άλλο ανέβασμα της ίδιας όπερας, η ορχήστρα έπαιζε ξανά και ξανά την εισαγωγή μίας άριας μέχρι να αποφασίσει να βγει ο Corelli στην σκηνή. Λογομαχούσε με κάποιον στα παρασκήνια και δεν μπορούσε να υποχωρήσει μόνο και μόνο επειδή μία κατάμεστη αίθουσα τον περίμενε! Όταν, τελικά, υποχώρησε ο αντίπαλός του, βγήκε – και γρήγορα οι περισσότεροι ξέχασαν τα τερτίπια του. Μόνο που ο Christoff δεν τα ξέχασε ποτέ και οι δυό τους δεν ξανατραγούδησαν ποτέ μαζί. Κάποτε, η σοπράνο Birgit Nilsson δήλωσε πως ο Corelli τη δάγκωσε (!) επί σκηνής επειδή κράτησε μία νότα περισσότερο από εκείνον! Μία άλλη φορά, ενώ έπαιζε τον Manrico (Il trovatore), όρμησε σε ένα θεωρείο για να απαντήσει με τις γροθιές του σε έναν θεατή που τον αποδοκίμασε. Όταν τους χώρισαν, κρατούσε σφιχτά τη λαβή του σπαθιού του.

Ο Franco Corelli γεννήθηκε το 1921 στην Ancona και ανακάλυψε το ταλέντο του αρκετά αργά. Σπούδασε για λίγο στο Ωδείο του Pesaro μα γρήγορα τα παράτησε και άρχισε να ακούει δίσκους του Caruso και του Gigli για να βελτιώσει τη φωνή του. Το επίσημο ντεμπούτο του το έκανε σε ηλικία 32 ετών στη Ρώμη στο Giulietta e Romeo του Riccardo Zandonai. Όταν η καριέρα του απογειώθηκε άρχισε τις σοβαρές σπουδές: μαγνητοφωνούσε τις παραστάσεις του και τις μελετούσε αργότερα. Όταν πρωτοξεκινούσε είχε ένα εμφανές “caprino”, έναν ήχο που προκύπτει όταν η πίεση του αέρα από τους πνεύμονες είναι μεγάλη και ο λαιμός δεν είναι αρκετά ανοιχτός. Το αποτέλεσμα ακούγεται σαν μία πέτρα που σκίζει την επιφάνεια του νερού. Πριν την πρώτη του εμφάνιση στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης το είχε ξεφορτωθεί παρά την –κατά κάποιους- προχωρημένη, για διορθώσεις τέτοιου είδους, ηλικία. Ο ίδιος ο Corelli έλεγε πως χρωστούσε τη βελτίωσή του στον τενόρο Giacomo Lauri-Volpi, χωρίς τη βοήθεια του οποίου θα ήταν «ένας ακόμα βαρύτονος». Η φωνή του, που είχε μία ωμή δύναμη για την άσκοπη επίδειξη της οποίας συχνά κατηγορείτο –ειδικά στην Αγγλία- εξελίχθηκε σε ένα άκουσμα που ήταν εξίσου ελκυστικό όταν επιστράτευε τις εκκωφαντικές ψηλές του ή τις βελούδινες χαμηλές του. Γρήγορα, όμως, η φωνή του, όπως κι εκείνη ενός άλλου αρχικά αυτοδίδακτου θρυλικού τραγουδιστή, του βαρύτονουTitta Ruffo, αποδυναμώθηκε. Μέχρι τότε, όμως, ο Corelli είχε μία επίδραση στο κοινό μοναδική. Δεν ήταν μόνο η φωνή του αλλά και η σκηνική του παρουσία: αν και πολύ συχνά πόζαρε (δεύτερη φωτογραφία) παρά υποκρινόταν, η εξωτερική του εμφάνιση τον έθετε στο απυρόβλητο. Λεγόταν ότι ήταν ο μόνος τραγουδιστής που έδειχνε μια χαρά μέσα σε αυτά τα εφαρμοστά κοστούμια του 17ου αιώνα, κάτι που του απέδωσε το προσωνύμιο «χρυσές κνήμες»!

Κι όμως, αυτός ο εγωκεντρικός τύπος υπέφερε από έναν παροιμιώδη για τραγουδιστή όπερας φόβο της σκηνής. Πολλές φορές χρειαζόταν να τον σπρώξουν για να βγει στο σανίδι και χρειαζόταν αρκετά λεπτά για να συνέλθει και να αποδώσει σε επίπεδα αντίστοιχα του ταλέντου του. Ακόμα και στις τηλεοπτικές του εμφανίσεις είναι αγχωμένος και δίνει την εντύπωση ότι ψάχνει για την έξοδο. Παρά το γεγονός ότι το ρεπερτόριό του ήταν αρκετά ευρύ δεν τραγούδησε ποτέ Οθέλο. Κάποιοι λένε ότι το σχεδίαζε αλλά ένιωσε τη φωνή του να εξασθενεί και το ματαίωσε. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ο Corelli ήταν υπερβολικά σεμνός κατά βάθος και, ακόμα και στο απώγειο της δόξας του, αναγνώριζε την ανεπάρκειά του για τον –κατά πολλούς- δυσκολότερο ρόλο τενόρου στο κλασικό ρεπερτόριο. Δυστυχώς, ποτέ δε θα μάθουμε αν ο Corelli θα ήταν, πράγματι, ο καλύτερος Οθέλος όλων των εποχών, όπως υποστηρίζουν οι θαυμαστές του. Μερικά πράγματα είναι, ίσως, καλύτερο να περνούν στη σφαίρα του μύθου.

Ένας νεαρός από το Rosario της Αργεντινής, όμως, δεν είχε κανένα πρόβλημα να τραγουδήσει Οθέλο (απ’ όπου και η πρώτη φωτογραφία) και μάλιστα πολλάκις. Ο, 45χρονος σήμερα, Jose Cura είναι ο πιο αναγνωρίσιμος τενόρος της εποχής μας. Οι συγκρίσεις με τον Corelli είναι αναπόφευκτες. Όπως ο Corelli, o Cura δε διστάζει να δίνει το δικό του, καινοτόμο, ύφος στα τραγούδια του. Όπως και ο Corelli, έχει μία πολύ δυνατή, εντυπωσιακής, πράγματι, έντασης, φωνή. Όπως και ο Corelli, θέλει να είναι στο κέντρο της προσοχής: ήταν ο πρώτος που τραγούδησε και διεύθυνε ορχήστρα ταυτόχρονα! Όπως ο Corelli, «γεμίζει» την σκηνή. Και όπως και ο Corelli, έχει τον τρόπο του με τις κυρίες και ένα φιλάρεσκο ύφος που πάντοτε θεωρείτο προσόν για τους τενόρους. Μόνο που ο Cura, σε αντίθεση με τον Corelli, είναι, νομίζω, ένας μέτριος τραγουδιστής. Παρά την μουσική του παιδεία, η μουσικότητα στις ερμηνείες του είναι συνήθως άφαντη. Παρά τις βαρυτονικές προεκτάσεις της φωνής του, όταν καλείται να πάει χαμηλά είναι ωμός και τραχύς. Και παρά την ένταση της φωνής του, μοιάζει να διαθέτει ένα μουσικό όργανο άκαμπτο και αδούλευτο. Όταν τραγουδάει έχει κανείς την αίσθηση ότι το κάνει για να τον προσέξουν και όχι για να τον ακούσουν. Δεν ξέρω αν ,απλά, δεν υπάρχει καλύτερος σήμερα – αν και έχω λόγους να διαφωνώ. Αλλά αν είναι έτσι, πολύ φοβάμαι ότι η όπερα δε θέλει τον Cura της αλλά την cura της.

ΥΓ: Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τις ερμηνείες των Corelli και Cura στο "vesti la giubba" από την όπερα I pagliacci του Leoncavallo εδώ:

http://www.youtube.com/watch?v=WiQaWdTUK1c
http://www.youtube.com/watch?v=_sLG5rTNse8

buzz it!

posted by Κωνσταντινος Καλλιρης at 17:36 | 0 comments

Saturday, February 24, 2007

Πόθεν και πότε οι Έλληνες;




Εν τῳ Ινστιτούτῳ Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Ρουπρέχτου Καρόλου εν Ειδελβέργῃ επικρατεί βαθεία, πλην περίφροντις ακαδημαϊκή σιωπή. Διοπτροφόροι βοηθοί ανοίγωσι και μελετώσι εκ νέου τους σεβασμίους, κονιοβριθείς τόμους των βιβλιοθηκών. Οι πρωτοετείς φοιτηταί διαισθάνονται ότι η ακαδημαϊκή μακαριότης έχει διαταραχθεί υπό τινος καινοφανούς, απροσμένου συμβάντος. Αυτός ο Διευθυντής του Ινστιτούτου, Καθηγητής κ. Ιωσήφ Μαράνος, περιπατών επί της Οδού των Φιλοσόφων, ατενίζει την νύμφην του Νέκαρος σύννους. Άπαντες διερωτώνται, χαμηλοφώνως και στεντορείως, από κοινού και καθ’ έκαστον, εν τῃ Κυρίᾳ Οδῴ και εν ταις αγυιαίς της Παλαιάς Πόλεως: Πόθεν και πότε οι Έλληνες;

Κάπως έτσι υποθέτω θα άρχιζε η ιστορία μου, αν την περιέγραφε κάποιος δημοσιογράφος των μέσων του 19ου αιώνα, με την δικαιολογημένη τάση της εποχής προς στόμφο και εντυπωσιθηρία. Η ιστορία μου όμως δεν διαδραματίζεται τόσο παλιά∙ αντίθετα η αρχή της βρίσκεται κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Σύμφωνα με την Ιστορία που διδαχθήκαμε όλοι μας στο σχολείο, τα πρώτα ελληνικά φύλα ήρθαν σε αυτό που κάποτε θα γινόταν η Ελλάδα περί το 2000 π.Χ. Ήταν οι Αιολείς και οι Αχαιοί, εγκαινιάζοντας μια μεταναστευτική διαδικασία που έληξε περί το 1200 π.Χ., όταν κατέφθασαν και οι τελευταίοι έποικοι, οι Δωριείς, σε μία κίνηση που ωνομάστηκε «κάθοδος των Δωριέων». Σωστά;

Όχι βέβαια.

Το 1998 δημοσιεύεται στην Χαϊδελβέργη η πολυαναμενόμενη δίτομη υφηγεσία του Josef Maran, Kulturwandel auf dem Griechischen Festland und den Kykladen im späten 3. Jahrtausend v. Chr. (Πολιτιστική μεταβολή στην ελληνική ηπειρωτική χώρα και στις Κυκλάδες κατά την ύστερη τρίτη προ Χριστού χιλιετία). Το βασικό αρχαιολογικό εύρημα της εργασίας αντιστρατευόταν τον τίτλο της:

Δεν υπήρξε καμία άξια λόγου πολιτιστική μεταβολή.

Όποιοι και να ήταν οι κάτοικοι της ελληνικής χερσονήσου και των νήσων εκεί γύρω στο 2200 π.Χ., όπως και να ονομαστῄ ο πολιτισμός που είχαν αναπτύξει και, φυσικά, όποιο εθνικ(ιστικ)ό κατηγόρημα και να του αποδοθῄ, εκείνων ήταν οι απόγονοι που μια μέρα θα έχτιζαν την Πύλη των Λεόντων, θα έγραφαν καταλόγους εμπορευμάτων με ένα περίεργο και ατελές συλλαβάριο και θα έκαιγαν τον ιερό πτολίεθρο της Τροίας.

Όλα αυτά από το μακρινό 1998 έχουν γίνει κοινή γνώση στους κύκλους των πεφωτισμένων ειδικών, είναι Gemeingut ας πούμε. Τα επιστημονικά εγχειρίδια ξαναγράφτηκαν, νέες υποθέσεις διατυπώθηκαν, ο Μαράν έγινε διάσημος. Το κεντρικό όμως, το αιώνιο, το αρχαίο, το αεί υπεκρέον ερώτημα εξακολουθεί να στοιχειώνῃ τους επίδοξους προϊστορικούς αρχαιολόγους:

Πόθεν και πότε οι Έλληνες;

buzz it!

posted by Αθ. Αναγνωστoπουλος at 20:51 | 6 comments

Wednesday, February 14, 2007

Η ορατή χειρ της πατάτας


Το ανέκδοτο λέει ότι όταν ο Καποδίστριας έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την ταπεινή πατάτα, οι φιλύποπτοι και κρυψίνοες ιθαγενείς απέκρουσαν ευσχήμως αυτό που τους προσφερόταν δωρεάν, για να το εκτιμήσουν μόνο όταν ο ελληνικώτερος τας φρένας των λοιπών Ελλήνων Κυβερνήτης εγκατέστησε έναν εικονικό σκοπό, για να φυλάττῃ δήθεν τον θησαυρό.

Θα μπορούσε κανείς πολλά να σχολιάσῃ στο συγκεκριμένο περιστατικό, όχι μόνο για το ήθος του Νεοέλληνα και την σχέση του προς την εξουσία, αλλά και για τα όρια του κηδεμονισμού, ειδικά ως προς τι νοείται ως γνωστικό ελάττωμα. Προτιμώ όμως αυτήν την στιγμή να αφορμηθώ από το συμβάν αυτό για να διερευνήσω λίγο τα όρια και τις προϋποθέσεις της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.

Αχανές το θέμα φυσικά και, ας μην κοροϊδευώμαστε, δεν είμαι εγώ που θα το λύσω, πολύ περισσότερο επειδή δεν είναι και τομέας ειδικότητάς μου. Θα διατυπώσω όμως μερικές απλές σκέψεις, που ίσως να φωτίσουν λίγο, και πρώτα στο δικό μου μυαλό, μερικές πτυχές του προβλήματος.

Κατ’ αρχάς, το πρωτείο είναι ατομικό. Το κράτος υπάρχει για τους πολίτες του και όχι αντιστρόφως, άρα σέβεται την ελευθερία τους και δρᾳ μόνο επικουρικά. Στην προκειμένη περίπτωση ο Καποδίστριας, προκειμένου να εισαγάγῃ την πατάτα, χρησιμοποίησε κρατικούς πόρους, πόρους δηλαδή σε τελευταία ανάλυση των πολιτών: κατέβαλε το τίμημα της πατάτας, πλήρωσε τον μισθό του πρώτου καταγεγραμμένου, αλλά ασφαλώς όχι και τελευταίου αργόσχολου δημοσίου υπαλλήλου, του σκοπού, αφιέρωσε τέλος χρόνο από την δική του δραστηριότητα στην προώθηση αυτού του ζητήματος. Η ερώτηση είναι εάν δικαιούτο από μια φιλελεύθερη νομικοπολιτική σκοπιά να πράξῃ όπως έπραξε.

Θα μπορούσε κάποιος να πῃ ότι ο Καποδίστριας κακοδιαχειρίστηκε τους πόρους των πολιτών, διαφημίζοντας ένα προϊόν που ούτε το ζήτησαν ούτε το επιθυμούσαν, και ότι οι ίδιοι πόροι σε κάποια άλλη επένδυση ασφαλώς θα είχαν αποφέρει περισσότερα στον ελληνικό λαό. Ότι στο κάτω κάτω της γραφής η ελεύθερη αγορά αργά ή γρήγορα θα εισήγε και την πατάτα, μαζί με τα ημίψηλα καπέλα και τους στενούς κορσέδες.

Ίσως όμως σε αυτό το συνεπειοκρατικό επιχείρημα να βρίσκεται το κλειδί της υπόθεσης, και μάλιστα σε αυτό το περίφημο «αργά ή γρήγορα», «μακροπρόθεσμα» κ.λπ. Εντάξει, καταλάβατε πού το πάω. Μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί, και, το κυριώτερο, δεν θα έχουμε προλάβει να φάμε πατάτες.

Ας προσπαθήσω λοιπόν να διατυπώσω μία αρχή:

Το κράτος δικαιούται να επεμβαίνῃ στην οικονομική ζωή, για να επισπεύδῃ επιθυμητές ή να επιβραδύνῃ ανεπιθύμητες καταστάσεις.

Μερικές επεξηγηματικές σκέψεις: Το τι είναι επιθυμητό και τι ανεπιθύμητο κρίνεται βάσει της έννομης τάξης, κυρίως της συνταγματικής και μάλιστα ενόψει των ατομικών δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, αν στην θέση Α παρέχεται λιγώτερη προστασία στο έννομο αγαθό της ζωής απ’ ότι στην θέση Β, το κράτος δικαιούται (μέχρις ενός σημείου υποχρεούται κιόλας) να παρεμβή για να ευνοήσῃ την μετάβαση, και μάλιστα ακόμα και αν φαίνεται εύλογο ότι και εν πλήρει οικονομικῄ ελευθερίᾳ θα ολοκληρωθῄ κάποια στιγμή («μακροπρόθεσμα») η μετάβαση. Υπό αυτήν την έννοια η κρατική παρέμβαση παίρνει τον χαρακτήρα έμμεσης προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, έστω και ενδεχομένως εις βάρος κάποιας προσβολής της γενικής οικονομικής ελευθερίας. Από την άλλη μεριά, πρέπει να έχουμε συνείδηση την εν μέρει ιστορικότητας της αξίας των δικαιωμάτων: άλλο πράγμα να εισάγῃ πατάτες ο Καποδίστριας για να τραφῄ ένας πληθυσμός στα πρόθυρα της λιμοκτονίας και άλλο να εισάγῃ παπάγιες ο Καραμανλής.

Από το κράτος στρατηγείο και το κράτος ρυθμιστή στο κράτος περιωρισμένο καταλύτη; Τέλος πάντων, δεν ξέρω. Απλώς κάθε φορά που γυρνάω αργά σπίτι από την δουλειά και το μόνο που υπάρχει για να φάω είναι πατάτες μπλουμ, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ την ορατή εκείνη χείρα του Καποδίστρια...

buzz it!

posted by Αθ. Αναγνωστoπουλος at 23:53 | 2 comments

Thursday, February 08, 2007

Πολύχρωμοι Θεοί


Στο αγαπημένο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση. Πρόκεται για την αναπαράσταση της επιζωγράφησης των αρχαίων αγαλμάτων, επιτυμβιών στηλών, ζωοφόρων κ.λπ. σε σύγχρονα εκμαγεία, με όλα τα φωτεινά χρώματα του πρωτοτύπου, σε τολμηρούς έως υπερβολικούς για το αισθητήριό μας συνδυασμούς, αλλά με την γοητεία του εντωπωσιακού και την αφέλεια της ποικιλοχρωμίας. Παράλληλα, η έκθεση εξηγεί λεπτομερώς τα χρώματα που είχε στην διάθεσή του ο αρχαίος καλλιτέχνης, επιδεικνύει διαφορετικές πιθανές αναπαραστάσεις του ιδίου έργου, αναφέρει παραδείγματα από αρχαίες πηγές κ.λπ. Δημιουργός της έκθεσης, αν κατάλαβα καλά, είναι η Γλυπτοθήκη του Μονάχου.

Η συγκεκριμένη έκθεση δεν είναι μεν μεγάλη σε έκταση και πλήθος αντικειμένων, είναι όμως πραγματικά μεγάλη σε αφορμές για αρχαιοδιφικό και γενικώτερο πολιτιστικό στοχασμό. (Και μιας και έγραψα και τα ευχάριστα, ας μου επιτραπῄ να προτείνω και ένα πιθανό λάθος: ο γονατιστός Τρως τοξότης που με τις χρωματόεσσες περισκελίδες του δεσπόζει στην αφίσα της έκθεσης κρατᾴ τόξο ουννικού τύπου μερικές δεκάδες αιώνες πριν από τους Ούννους).

Μπορώ να πω ότι πέραν των αρχαιολογικών ζητημάτων που προκύπτουν, τα οποία φυσικά είναι πολύ συναρπαστικά, η έκθεση έρχεται εκούσα άκουσα να συνεισφέρῃ στον γενικό διάλογο περί εθνικής ταυτότητας που διεξάγεται –μαίνεται είναι ίσως καλύτερη λέξη– τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Εξηγούμαι: στον πολύ κόσμο είναι άγνωστο το γεγονός ότι οι αρχαίοι ημών επιζωγράφιζαν και μάλιστα με έντονα χρώματα όχι μόνο τα αγάλματα, αλλά και τους ναούς τους. Για πολλούς από μας το αρχαίο κάλλος έχει ταυτιστεί με την λευκότητα του πεντελικού μαρμάρου, με το παιχνίδι του με το μεσογειακό φως, με την αυστηρότητα και μεγαλοπρέπεια που υποβάλλει. Η εικόνα του πάλλευκου Παρθενώνα όπως προβάλλεται στον αττικό ουρανό δεν είναι πλέον μια απλή διαφήμιση: είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας. Ο Παρθενώνας δεν μπορεί να είναι γαλάζιος, όπως και ο ουρανός δεν μπορεί να είναι λευκός. Και ξαφνικά όλα αυτά κατεδαφίζονται: οι πατέρες του μέτρου και της αρμονίας επέλεγαν για τους θεούς τους συνδυασμούς χρωμάτων που νομίζαμε ότι μόνο οι βλαχομπαρόκ απόγονοί τους συνήθιζαν. Ο πειρασμός να ονομάσῃ κανείς κιτς το όλο θέαμα, τοὐλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, είναι μεγάλος και είμαι βέβαιος ότι για πολλούς από τους επισκέπτες της έκθεσης μόνο ο σεβασμός προς τους αρχαίους ημών τους εμπόδισε να ανακράξουν ότι ο βασιλιάς είναι όχι μόνο γυμνός, αλλά και πλουμιστός ωσάν ποικιλόχρωμο ερίφιο... (Για να είμαι ειλικρινής, περιμένω από μέρα σε μέρα εκείνον που θα εισβάλῃ στο Μουσείο κραδαίνοντας την σημαία και απαιτώντας από τους χωροφύλακες να διακόψουν αμέσως την έκθεση).

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μία ακόμη περίπτωση στην οποία η πραγματική εθνική ταυτότητα συγκρούεται με την φαντασιακή, η πραγματικότητα με την αντίληψή μας για την πραγματικότητα, η κατασκευασμένη ταυτότητα με την αληθινή. Ίσως όμως αυτό είναι ακριβώς το θέμα μας: ποια ταυτότητα δεν είναι τάχα κατασκευασμένη; Και ποια είναι πράγματι αληθινή; Εθνικόν το αληθές βέβαια, αλλά το ερώτημα του Πιλάτου θα κατατρύχει πάντοτε τον ύπνο των εσωτερικευμένων πεποιθήσεών μας.

Ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγ. Λαύρα στις 25 Μαρ 1821 ή έπινε τον φραπουτσίνο του στην Αγ. Νικολάου στην Πάτρα; Ο Μεταξάς είπε ΟΧΙ ή μήπως είπε «Λουλού, φτειάξε μου ένα σκέτο να ξυπνήσω»; Έψαλλε στα δεξιά ο Πατριάρχης στην τελευταία λειτουργία πριν την Άλωση ή την είχε κοπανήσει με τον χρυσό του κράτους για τις Μπαχάμες; Ερωτήσεις, ερωτήσεις...

Ο Παλαιών Πατρών δεν ήταν στην Αγ. Λαύρα ούτε ώρκισε τα μπαρουτοκαπνισμένα παλληκάρια των Καλαβρύτων στον Σταυρό. Ο Μεταξάς δεν είπε ΟΧΙ, αλλά «allors, cest la guerre». Και την αποφράδα 29 Μαι 1453 δεν υπήρχε Πατριάρχης, καθώς ο θρόνος ήταν κενός από πολλούς μήνες.

Ε και;

Και οι δύο αλήθειες, η επιστημονική και η βιωμένη είναι εξίσου αληθινές. Γιατί είναι και οι δύο δικές μας.

Και αυτό είναι που κάνει τους Πολύχρωμους Θεούς τόσο όμορφους.

buzz it!

posted by Αθ. Αναγνωστoπουλος at 19:19 | 7 comments

Sunday, February 04, 2007

Αρχαιολογική Α.Ε. ΙΙ

Στο άρθρο αυτό προτείνω έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο η ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία θα μπορούσε να αποβῄ πολύτιμη για την υπόθεση της αρχαιολογίας στην Ελλάδα.

Η ιδέα φυσικά δεν είναι δική μου ούτε είναι κάτι το εξαιρετικά ευφυές. Τόσο περισσότερο λοιπόν απορώ γιατί σε μια χώρα με την αρχαιολογική παράδοση της Ελλάδας, το επιστημονικό δυναμικό και την βέβαιη τουριστική πελατεία δεν έχει δημιουργήσει κανείς μια πρότυπη αναπαράσταση αρχαίας πόλης, με την αγορά της, τους ναούς, τα στρατιωτικά σώματα και φυσικά τους κατοίκους της.

Για την δημιουργία μιας τέτοιας αναπαράστασης θα μπορούσαν να εργαστούν πληθώρα αρχαιολόγων, ιστορικών, τεχνιτών και ξεναγών, παράγοντας πρωτότυπη και πολύτιμη επιστημονική εργασία. Ο επισκέπτης θα είχε ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του έναν Αθηναίο ρήτορα, μια Κορινθία εταίρα, ένα Λακεδαιμόνιο οπλίτη, με την αμφίεση και την κόμμωση της εποχής. Θα έβλεπε τον ιερέα του Διονύσου να κάθεται στο κοίλο του θεάτρου∙ παγκρατιαστές αθλητές να ασκούνται∙ μια ομάδα οπλιτών να προετοιμάζονται για μάχη. Ακόμη τα κτήρια του άστεος, από τους ναούς μέχρι το μητρώο μέχρι ένα απλό εστιατόριο με τα εδέσματα της εποχής θα επανέρχονται στην ζωή, ακέραια, με τα λαμπρά τους χρώματα, ως χώροι εργασίας, λατρείας και επικοινωνίας των ανθρώπων και όχι ως μην αγγίζετε-μην φωτογραφίζετε-μουσειακά εκθέματα.

Περιττό να υπομνήσω πόση εκπαιδευτική αξία θα είχε μια τέτοια αναπαράσταση για τον επισκέπτη του καθ’ αυτόν αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος θα μπορῄ δίπλα στο αυθεντικό μνημείο να θαυμάζῃ την αναπαράσταση, να συγκρίνῃ, να συγκινήται, να διδάσκεται. Επίσης στους μαθητές, που συχνά βαριούνται και δεν καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται, η αναπαράσταση βοηθεί στην εποπτική διδασκαλία. Τέλος, ειδικά οι φοιτητές αρχαιολογίας είναι προφανές ότι θα ωφεληθούν εξαιρετικά από την μεταφορά των άψυχων σελίδων των βιβλίων τους σε ολοζώντανη πράξη.

Ο επιχειρηματίας από την άλλη μεριά έχει νομίζω εξασφαλισμένη πελατεία, που καθιστᾴ την επένδυσή του όχι απλώς βιώσιμη, αλλά και δυνητικά πολύ κερδοφόρο.

Μετά από όλα αυτά, εύλογα θα αναρωτηθῄ ο καλόπιστος αναγνώστης: «αφού είναι όλα τόσο προφανή και τόσο απλά, πού είναι το πρόβλημα;». Καλή ερώτηση.

Το πρόβλημα είναι ότι υποψιάζομαι πολύ έντονα ότι, αν βρισκόταν κάποιος χριστιανός πρόθυμος να δημιουργήσῃ μια τέτοια αναπαράσταση, κανείς δεν θα τον άφηνε. Κατά πρώτον, όσοι τυχόν θα υποστήριζαν την ιδέα θα γίνονταν αμέσως ύποπτοι ως «πληρωμένες γραφίδες» και «πράκτορες του κεφαλαίου». Οι εφημερίδες θα μιλούσαν για «αρχαιοτσινετσιττά» και «αρχαιοφιλία ποπκόρν». Οι διανοούμενοι θα κατήγγελλαν την ύβρη εκείνου που «αποτολμᾴ να ανεγείρῃ νέους Παρθενώνες». Το ΚΑΣ θα απέρριπτε μετά βδελυγμίας την δημιουργία «ψευδοαρχαιολογικής Ντίσνεϋλαντ». Και οι τοπικοί φορείς, ασφαλώς, θα εξανίσταντο εναντίον της «καταλήστευσης της πολιτιστικής κληρονομιάς από τους εμπόρους». Και όλοι, όλοι όμως, εν χορῴ, θα ζητούσαν από το Κράτος να κατασκευάσῃ Εκείνο μια αναπαράσταση, για να την βλέπουν οι ξένοι που τότε έτρωγαν βελανίδια αλακρέμ κ.λπ. κ.λπ. και να χάσκουν.

buzz it!

posted by Αθ. Αναγνωστoπουλος at 10:17 | 3 comments


είδαν φως και μπήκαν