(Μεσούσης της θερινής ραστώνης, αναδημοσιεύω εδώ ένα παλαιότερο άρθρο μου από εδώ∙ όχι πως έχει αλλάξει και τίποτα βέβαια στην επίσημη γλωσσική πολιτική).
Στην πατρίδα μας ομιλούνται παραδοσιακά, πλην της σαρωτικώς επικρατούσας ελληνικής, και κάποιες άλλες γλώσσες. Αυτές είναι λίγο πολύ οι εξής:
Η αρβανιτική, νοτιοαλβανική τοσκική διάλεκτος.
Η αρωμουνική, κλάδος της χυδαίας βαλκανικής υστερολατινικής, ξαδερφάκι της ρουμανικής (κατά την ορθότερη άποψη).
Η τουρκική, αλταϊκή μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα.
Η αθιγγανική, ινδική γλώσσα.
Η ισπανοεβραϊκή, η γλώσσα των Εβραίων της βόρειας κυρίως Ελλάδας.
Η πομακική γλώσσα/διάλεκτος, συγγενής έως συγγενεστάτη της βουλγαρικής.
Η σλαβομακεδονική γλώσσα/διάλεκτος, ομοίως ως ανωτέρω.
Εκτός από αυτές τις μη ελληνικές γλώσσες ομιλούνται και δύο παραμελημένοι ελληνικοί γλωσσικοί θησαυροί:
Η τσακωνική γλώσσα/διάλεκτος, συγγενής της αρχαίας δωρικής.
Η ποντιακή γλώσσα/διάλεκτος.
Δυό διευκρινίσεις είναι απαραίτητες:
Ως γνωστόν, είναι συχνότατα πολύ δύσκολο να διακριθῄ η γλώσσα από την διάλεκτο. Επειδή το θέμα είναι και πολιτικό, τείνω να υιοθετήσω το σαφές πραγματιστικό κριτήριο «γλώσσα είναι μια διάλεκτος με δικό της στρατό, ναυτικό [τέλος πάντων, αυτό μπορεί να λείπῃ] και αεροπορία» αντί του επιστημονικώτερου της αμοιβαίας κατανόησης. Βάσει αυτού, η σλαβομακεδονική είναι γλώσσα, η πομακική όχι, η τσακωνική όχι, η ποντιακή όχι.
Δεύτερον: αναφέρομαι εδώ στις, ας πούμε, ιστορικές γλώσσες και διαλέκτους του ελληνικού χώρου, σε γλωσσικά μορφώματα δηλαδή που χρησιμοποιούνται εδώ και αιώνες στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας. Αυτό έχει δύο προβλήματα: αδικεί όσες γλώσσες δεν πρόλαβαν ή δεν είχαν την τύχη να επιζήσουν μέχρι τις μέρες μας και όσες δεν πρόλαβαν να παλιώσουν. Τα ηθικά και νομικά προβλήματα που αναφύονται σχετικώς είναι πολύ ενδιαφέροντα, αλλά χάριν ευκολίας και συντομίας θα τα παραβλέψω.
(Τα όσα ακολουθούν δεν αφοράνε βασικά την τουρκική, επειδή αυτή προστατεύεται από την συνθήκη της Λωζάννης).
Στο παρελθόν τα γλωσσικά δικαιώματα προβάλλονταν πάντα ως συλλογικά. Η μειονότητα, συνήθως όχι μόνο γλωσσική, αλλά ταυτόχρονα και εθνική, διεκδικούσε συμπαγώς για όλα τα μέλη της κάποια προνόμια. Αυτό γινόταν με την συμπαράσταση κάποιου ενδιαφερόμενου άλλου έθνους, που ως οιονεί νταβατζής αντιπροσώπευε/υποστήριζε/ενίοτε εξέδιδε την πολύπαθη μειονότητα. Τα μέλη της μειονότητας δεν ερωτώντο: εάν κέρδιζαν το σχετικό προνόμιο, υποχρεούντο να διδαχθούν την γλώσσα. Αν η έξωθεν ασκούμενη πολιτική πίεση δεν ήταν αρκετή, δεν είχαν καμία τύχη να διεκδικήσουν ως άτομα κάποια γλωσσικά δικαιώματα.
Αυτά τελείωσαν όμως.
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας πρέπει να θέσουμε πλέον τον κάθε άνθρωπο και την σχέση του προς την έννομη τάξη. Υπό αυτό το πρίσμα είναι ευχερώς κατανοητό ότι η μητρική γλώσσα είναι τόσο σημαντική για την ζωή μας, τόσο σπουδαίο τμήμα της προσωπικότητάς μας, ώστε το κράτος οφείλει να την σέβεται, αν όχι και να την προωθῄ. Τα γλωσσικά δικαιώματα δεν είναι προνόμια που μπορούν να απολαμβάνουν μόνο όσοι έχουν τις πλάτες κάποιου ισχυρού έθνους, αλλά ανθρώπινα δικαιώματα, που επιτρέπουν σε όσους δεν μιλούν την επικρατούσα γλώσσα να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνική ζωή και να αναπτύσσουν ελεύθερα την προσωπικότητα τους. Την αποσύνδεση του κράτους από την επικρατούσα θρησκεία πρέπει να ακολουθήσῃ και η, στο μέτρο του εφικτού, αποσύνδεσή του από την επικρατούσα γλώσσα.
Προτείνω μετά ταύτα τα εξής:
Δίγλωσση αναγραφή των δημοσίων πινακίδων όπου αυτό εγκριθῄ από την τοπική κοινωνία, ει δυνατόν με τοπικά δημοψηφίσματα. Όπως μας κακοφαίνεται εμάς η Πρίγκηπος να αναφέρεται ως Μπουγιούκ-Αντά, άλλο τόσο είναι άσχημο το Αμύνταιο να μην είναι και Σόροβιτς. Είναι η γνωστή η ιστορία με τα μέλη του Ουράνιου Τόξου που, επειδή τόλμησαν να γράψουν «Λέριν» αντί για Φλώρινα στην πινακίδα των γραφείων τους, υπέστησαν την επιδρομή του εθνικόφρονος όχλου και τελικά καταδικάστηκαν οι ίδιοι με το απαράδεκτο άρθρο 192 ΠΚ για δημόσια πρόκληση ή διέγερση των πολιτών σε βιαιοπραγίες ή σε αμοιβαία διχόνοια. Αυτά είναι ντροπιαστικά για όλους μας.
Δημιουργία, στο μέτρο του δυνατού, πανεπιστημιακών τμημάτων διδασκαλίας των σχετικών γλωσσών. Είναι κρίμα (και ελάχιστα συμφέρον) η Αρωμουνική γλώσσα να διδάσκεται από ανθρώπους που πιστεύουν ότι οι Αρωμούνοι δεν είναι Έλληνες μακριά από τους ανθρώπους που την μιλούνε. Όμως και επιστημονικά και πολιτικά είναι ωφέλιμο και συναρπαστικό να καταγραφούν γλώσσες που δεν έχουν ακόμη αλφάβητο ή είναι εντελώς άγνωστες στον επιστημονικό κόσμο.
Μεσοπρόθεσμα και όχι απαραίτητα με τον όρο της αμοιβαιότητας, όπου αυτός είναι νοητός, διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως μάθημα επιλογής. Η επιλογή των σχολείων όπου θα συμβῄ αυτό θα γίνῃ με αποφάσεις των ιδίων των ενδιαφερομένων, το δε μάθημα δεν πρέπει να είναι υποχρεωτικό, γιατί σκοπός δεν είναι η δημιουργία διά της βίας ενός γλωσσολογικού μουσείου, αλλά η διάσωση και η καλλιέργεια εκείνων των γλωσσών οι ομιλητές των οποίων θέλουν να τις σώσουν. Κανείς δεν πρέπει να υποχρεωθῄ να νοιώθῃ μειονότητα μέσα στην ίδια του την πατρίδα.
Σε ένα πιο μακρινό μέλλον θα ήταν ευχής έργον να μπορῄ ο πολίτης να απευθύνεται στην διοίκηση στην μητρική του γλώσσα και να αξιώνῃ απάντηση επίσης σε αυτήν (υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αυτό σε κάποιο βαθμό συμβαίνει ήδη στην ποινική διαδικασία). Η αναγνώριση όμως ενός τέτοιου (ανθρώπινου;) δικαιώματος προσκρούει για την ώρα, εκτός από τις γνωστές πολιτικές, και σε σοβαρές οικονομικοτεχνικές δυσχέρειες.
