Πόθεν και πότε οι Έλληνες;
Εν τῳ Ινστιτούτῳ Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Ρουπρέχτου Καρόλου εν Ειδελβέργῃ επικρατεί βαθεία, πλην περίφροντις ακαδημαϊκή σιωπή. Διοπτροφόροι βοηθοί ανοίγωσι και μελετώσι εκ νέου τους σεβασμίους, κονιοβριθείς τόμους των βιβλιοθηκών. Οι πρωτοετείς φοιτηταί διαισθάνονται ότι η ακαδημαϊκή μακαριότης έχει διαταραχθεί υπό τινος καινοφανούς, απροσμένου συμβάντος. Αυτός ο Διευθυντής του Ινστιτούτου, Καθηγητής κ. Ιωσήφ Μαράνος, περιπατών επί της Οδού των Φιλοσόφων, ατενίζει την νύμφην του Νέκαρος σύννους. Άπαντες διερωτώνται, χαμηλοφώνως και στεντορείως, από κοινού και καθ’ έκαστον, εν τῃ Κυρίᾳ Οδῴ και εν ταις αγυιαίς της Παλαιάς Πόλεως: Πόθεν και πότε οι Έλληνες;
Κάπως έτσι υποθέτω θα άρχιζε η ιστορία μου, αν την περιέγραφε κάποιος δημοσιογράφος των μέσων του 19ου αιώνα, με την δικαιολογημένη τάση της εποχής προς στόμφο και εντυπωσιθηρία. Η ιστορία μου όμως δεν διαδραματίζεται τόσο παλιά∙ αντίθετα η αρχή της βρίσκεται κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Σύμφωνα με την Ιστορία που διδαχθήκαμε όλοι μας στο σχολείο, τα πρώτα ελληνικά φύλα ήρθαν σε αυτό που κάποτε θα γινόταν η Ελλάδα περί το 2000 π.Χ. Ήταν οι Αιολείς και οι Αχαιοί, εγκαινιάζοντας μια μεταναστευτική διαδικασία που έληξε περί το 1200 π.Χ., όταν κατέφθασαν και οι τελευταίοι έποικοι, οι Δωριείς, σε μία κίνηση που ωνομάστηκε «κάθοδος των Δωριέων». Σωστά;
Όχι βέβαια.
Το 1998 δημοσιεύεται στην Χαϊδελβέργη η πολυαναμενόμενη δίτομη υφηγεσία του Josef Maran, Kulturwandel auf dem Griechischen Festland und den Kykladen im späten 3. Jahrtausend v. Chr. (Πολιτιστική μεταβολή στην ελληνική ηπειρωτική χώρα και στις Κυκλάδες κατά την ύστερη τρίτη προ Χριστού χιλιετία). Το βασικό αρχαιολογικό εύρημα της εργασίας αντιστρατευόταν τον τίτλο της:
Δεν υπήρξε καμία άξια λόγου πολιτιστική μεταβολή.
Όποιοι και να ήταν οι κάτοικοι της ελληνικής χερσονήσου και των νήσων εκεί γύρω στο 2200 π.Χ., όπως και να ονομαστῄ ο πολιτισμός που είχαν αναπτύξει και, φυσικά, όποιο εθνικ(ιστικ)ό κατηγόρημα και να του αποδοθῄ, εκείνων ήταν οι απόγονοι που μια μέρα θα έχτιζαν την Πύλη των Λεόντων, θα έγραφαν καταλόγους εμπορευμάτων με ένα περίεργο και ατελές συλλαβάριο και θα έκαιγαν τον ιερό πτολίεθρο της Τροίας.
Όλα αυτά από το μακρινό 1998 έχουν γίνει κοινή γνώση στους κύκλους των πεφωτισμένων ειδικών, είναι Gemeingut ας πούμε. Τα επιστημονικά εγχειρίδια ξαναγράφτηκαν, νέες υποθέσεις διατυπώθηκαν, ο Μαράν έγινε διάσημος. Το κεντρικό όμως, το αιώνιο, το αρχαίο, το αεί υπεκρέον ερώτημα εξακολουθεί να στοιχειώνῃ τους επίδοξους προϊστορικούς αρχαιολόγους:
Πόθεν και πότε οι Έλληνες;
6 Comments:
Δεν εμπιστεύομαι καθόλου τους αρχαιολόγους σε αυτά τα θέματα. Η αρχαιολογία είναι guesswork με ελάχιστα στοιχεία, και αν δεν υποστηρίζεται από γραπτές πηγές συνήθως είναι εντελώς κουκουρούκου.
Ας υποθέσουμε για λίγο ότι η απουσία γραπτών πηγών φτάνει μέχρι το 2000μ.Χ., και ας προσπαθήσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα για την Ανατολία των τεσσάρων τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου όπως θα έκανε ένας αρχαιολόγος του 6000μ.Χ. με μόνο οδηγό τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Surprisingly, το μόνο λογικό συμπέρασμα για τον αρχαιολόγο μας είναι ότι δεν υπήρξε καμία άξια λόγου πολιτιστική μεταβολή ή άλλου είδους ασυνέχεια και απλά γύρω στο 1000 ξεκίνησε να διαδίδεται ένα νέο αρχιτεκτονικό σχέδιο εκκλησίας (με ψηλόλιγνο τρούλο) και ορισμένοι από τους κατοίκους φαίνεται ότι εγκατέλειψαν τη συνήθεια να βάζουν ένα στραμμένο "Χ" πάνω από τον τάφο τους (θέσπιση της ανεξιθρησκείας ίσως;). Επίσης υπάρχει προσωρινή μετατόπιση του κέντρου βάρους της περιοχής από την Κωνσταντινούπολη πρώτα στη Νίκαια και μετά στην Αδριανούπολη, η οποία προφανώς πρέπει να αποδωθεί σε εσωτερικές έριδες και/ή αποτυχημένες απόπειρες επαναδιοργάνωσης του κράτους. Η αρχιτεκτονική, τα όπλα, τα μέσα παραγωγής, η πολεοδομία, τα λαϊκά έθιμα, ο τρόπος ζωής αλλάζουν σε γενικές γραμμές ελάχιστα: η κοινωνία είναι πάρα πολύ συντηρητική.
Συμπεραίνουμε βέβαια ότι όποιοι κι αν ήταν οι κάτοικοι της Ανατολίας το 600μ.Χ., είναι οι ίδιοι που στα μέσα του 17ου αιώνα θα φτάσουν μέχρι τη Βιέννη. Συμπεραίνουμε δηλαδή μια κοτσάνα.
Ασφαλώς και έχεις δίκιο ως προς το ότι η προϊστορική αρχαιολογία μοιάζει με εξιχνίαση γρίφου ή σπαζοκεφαλιά περισσότερο απ' ότι θα περίμενε κανείς από μια πραγματική επιστήμη, άλλωστε είναι οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι που κάνουν πλάκα με αυτό. Από κει και πέρα, όταν τα επιχειρήματα είναι ισοσθενή, ερωτάται ποια είναι η ορθή επιστημονική στάση: να εφευρίσκουμε λαούς και ιστορίες και ειβολές και δεν ξέρω και γω τι ή να ακολουθούμε την πιο απλή εκδοχή (έντια νον σουντ μουλτιπλικάντα!);
Εξυπακούεται ότι δεν είμαι ειδικός στην τρίτη χιλιετία π.Χ. Απλώς θέλησα να αναφερθώ και σε μια αντίθετη από την κρατούσα άποψη, απολύτως κρατούσα όμως μεταξύ των ειδημόνων, η οποία έχει το κακό ελάττωμα να αρέση, εκτός από τους επιστήμονες, και στα "εθνίκια", όπως θα έγραφες και συ. Δεν νομίζω ότι στην ανάγνωση της ιστορίας πρέπει να μας οδηγή ούτε ο ένας ούτε ο άλλος φανατισμός, είναι τόσο απλό.
Χαίρομαι για την καλή και ισορροπημένη θέση σας, αγαπητέ κ. Αναγνωστόπουλε. Λυπούμαι μόνο ότι είδα το άρθρο σας αρκετά καθυστερημένα.
Τέτοια άρθρα μάς φέρνουν αναπόφευκτα προ της ανάγκης (ας το αποκαλέσω έτσι) να αναφερθούμε στο ιδιάζον και τεράστιο θέμα τής αρχής των διαλέκτων από γλωσσολογικής πλευράς (αφήνω τα αρχαιολογικά στους ειδήμονες του αντίστοιχου τομέα). Το γράφω εδώ, αγαπητέ φίλε, εξ αφορμής όσων αναφέρετε για την είσοδο ή κάθοδο των Δωριέων ως τρίτου κύματος (τον 12ο/11ο αι.) και την επέλευση, τρόπον τινά, της δωρικής διαλέκτου. Φυσικά, δεν σας καταλογίζω κανένα σφάλμα· η άποψη αυτή υπάρχει στα βασικά εγχειρίδια των αρχαίων διαλέκτων και μέχρι προ μερικών δεκαετιών ήταν η communis opinio.
Εντούτοις, υπάρχουν μερικά ζητήματα που αξίζει να ληφθούν υπ’ όψιν. Σπεύδω να πω ότι φυσικά δεν θα δώσει ένα ιστολόγιο «λύση» στο ζήτημα. Ας μου επιτραπεί, όμως, να εκθέσω εν συντομία το περίγραμμα του προβλήματος και πιθανώς άλλοι συνεργάτες, αξιότεροι και πιο ενημερωμένοι από εμένα, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν. (Προς διευκόλυνση αναφέρω τα βιβλιογραφικά στοιχεία στο τέλος τού σημειώματός μου).
Η τριμερής διαίρεση των διαλέκτων (Ιωνική, Αιολική, Δωρική), την οποία συναντούμε ήδη στον Ηρόδοτο, είχε οδηγήσει τους γλωσσολόγους στην υπόθεση της εισόδου των ελληνικών φύλων κατά τρία αντίστοιχα κύματα. Αυτή είναι η θέση επιφανών γλωσσολόγων των αρχών τού 20ού αιώνα, όπως ο Kretschmer (1909), ο Hoffmann (1898) και ο δικός μας Χατζιδάκις (1897).
Ωστόσο, η διαδεδομένη αυτή θέση προσκρούει στα εξής εμπόδια:
1) Ενώ οι κάθοδοι αυτές θεωρητικά ισοπέδωσαν προηγούμενους πολιτισμούς και φύλα, δεν διαθέτουμε αρχαιολογικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τέτοια ριζική εισβολή.
2) Συγκεκριμένες φωνητικές μεταβολές φαίνεται να επηρεάζουν εξίσου τόσο τα προελληνικά δάνεια όσο και τις από κληρονομίας ελληνικές λέξεις: λ.χ. η προελληνική λ. *θάλατ-jα παρουσιάζει συριστικοποίηση (assibilation) σε όλες τις διαλέκτους με προϊόντα τις λ. θάλαττα ή θάλασσα· ομοίως συμβαίνει και σε κληρονομημένους ελληνικούς όρους όπως το ρ. *φυλάκ-jω (< φύλαξ, -ακος), το οποίο απαντά ως φυλάττω ή φυλάσσω. Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο, διότι αν οι ελληνικές διάλεκτοι είχαν εισέλθει κατά κύματα (μεταξύ των οποίων μεσολαβούσαν αιώνες), θα είχαν αφομοιώσει διαφορετικά τους προελληνικούς όρους, καθώς δεν διέπονταν από τους ίδιους φωνολογικούς νόμους (βλ. κ. Horrocks 1997).
Από τη δεκαετία τού 1950 οι Porzig και Risch αμφισβήτησαν τα πορίσματα της τριμερούς κατάτμησης. Υποστήριξαν ότι οι διαλεκτικές διαφορές είναι πιο πρόσφατες από όσο νομίζαμε (ειδικά για την Αττική-Ιωνική και την Αρκαδοκυπριακή, ότι δεν ήταν διαχωρισμένες τη 2η χιλιετία) και αυτό ενισχύθηκε από τη μελέτη τής Μυκηναϊκής, η οποία είναι προφανώς μη δωρική διάλεκτος, αλλά συνδέεται με την Αρκαδοκυπριακή. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν προέκυψε στην κλασική εποχή διάλεκτος που να είναι άμεσος απόγονος της Μυκηναϊκής μάς στερεί το κριτήριο επαληθεύσεως που χρειαζόμαστε.
Ερωτήματα προς σκέψη:
1) Εισήλθαν οι ομιλητές τής Ελληνικής κατά κύματα ή ως σύνολο στη χερσόνησο που αποκαλούμε Ελλάδα;
2) Η διαλεκτική διάσπαση προηγείται ή έπεται της εισόδου τους;
3) Κυρίως: Είναι δυνατόν να έχουμε αξιόπιστα στοιχεία για τα ανωτέρω ζητήματα;
Μολονότι δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί, η σύγχρονη ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία τείνει προς την άποψη ότι οι ομιλητές τής Πρωτοελληνικής Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας (για να ονομάσουμε έτσι τον πρόγονο των κλασικών Ελληνικών) εισήλθαν στη χερσόνησο σταδιακά αλλά με μία μετακίνηση κατά την έναρξη της 2ης χιλιετίας. Η γλώσσα που προέκυψε από την ώσμωσή τους με τους γηγενείς προελληνικούς πληθυσμούς είναι αυτή που μας αποκαλύπτεται από τις κατοπινές μαρτυρίες. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν διακεκριμένοι γλωσσολόγοι, όπως οι Chadwick (1976), Brixhe (1990), Schmitt (1977), καθώς και μελετητές τής Μυκηναϊκής όπως ο Duhoux (1983) και η Morpurgo-Davies, της οποίας δεν έχω αυτή τη στιγμή πρόχειρο το σχετικό άρθρο.
Ασφαλώς, πολλά ερωτήματα μένουν αναπάντητα και χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία. Το βέβαιο είναι ότι, αν αυτές οι παράμετροι ληφθούν υπ’ όψιν, θα βοηθηθούμε να αποκτήσουμε ευρύτερη εικόνα των αρχαίων διαλέκτων και της ιστορίας τους.
Πιστεύω ότι δώσατε καλό ερέθισμα με το ωραίο αυτό άρθρο. Πιστεύω ότι αποτέλεσε γόνιμη τροφή για σκέψη και ευχαριστώ. Ζητώ συγγνώμη για το μακροσκελές μου σημείωμα.
Βιβλιογραφικές πηγές
*Brixhe, C.: 1990: «L’apparentement des dialects grecs». Lalies 9, σ. 27-39.
*Chadwick, J. 1976: The Mycenian World. Cambridge (έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά).
*Duhoux, Y. 1983: Introduction aux dialects grecs anciens. Problèmes et méthodes. Louvain-la-Neuve.
*Hatzidakis, G. 1897: Einleitung in die neugriechische Grammatik. Leipzig.
*Hoffmann, O. 1898: Die griechischen Dialekte in ihrem historischen Zusammenhange. Göttingen.
*Horrocks, G. 1997: Greek. A history of the language and its speakers. London & New York. (έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά).
*Kretschmer, P. 1909: «Zur Geschichte der griechischen Dialekte». Glotta 1, σ. 9-34.
*Porzig, W. 1954: «Sprachgeographische Untersuchungen zu den altgriechischen Dialekten». Indogermanische Forschungen 61, σ. 147-69.
*Risch, E. 1955: «Die Gliederung der griechischen Dialekte in neuer Sicht». Museum Helveticum 12, σ. 61-76.
*Schmitt, R. 1977: Einführung in die griechischen Dialekte. Darmstadt.
Dr. Moshe, σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια και κυρίως για τον κόπο που κάνατε να γράψετε μια τόσο εμπεριστατωμένη γλωσσικά ανάλυση της προ- και πρωτοϊστορίας μας. Πραγματικά εξαιρετικά ενδιαφέρον το σχόλιό σας. (Ο πληθυντικός ευγενείας ήταν βέβαια περιττός :-) ).
Γράφετε λοιπόν "Ενώ οι κάθοδοι αυτές θεωρητικά ισοπέδωσαν προηγούμενους πολιτισμούς και φύλα, δεν διαθέτουμε αρχαιολογικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τέτοια ριζική εισβολή" και ακόμη "οι ομιλητές τής Πρωτοελληνικής Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας (για να ονομάσουμε έτσι τον πρόγονο των κλασικών Ελληνικών) εισήλθαν στη χερσόνησο σταδιακά αλλά με μία μετακίνηση κατά την έναρξη της 2ης χιλιετίας".
Αυτό που θεμελιώνει η παρουσιαζόμενη υφηγεσία είναι ακριβώς ότι τέτοια αρχαιολογικά στοιχεία δεν υπάρχουν ήδη από τα τέλη της τρίτης χιλιετίας και εντεύθεν! Κοντά στον μύθο της καθόδου των Δωριέων προσθέτει κατά κάποιον τρόπο τον μύθο της καθόδου των Ιώνων και Αιολέων. Ανατρέπει δηλαδή (αν ανατρέπη, δεν την έχω διαβάσει, έχω πληροφορηθεί μόνο την γνώμη της αρχαιολογικής κοινότητας για αυτήν) την κρατούσα στην γλωσσολογία άποψη που αναφέρετε. Και παρεμπιπτόντως προσθέτει κάποιους αιώνες στην ελληνική προϊστορία... (τα γλωσσικά ερωτήματα είναι μάλλον προφανή: αφού οι Έλληνες είχαν έρθει π.χ. το 3000 π.Χ., γιατί δεν είχαν διαφοροποιηθεί διαλεκτικά ήδη πριν την Μυκηναϊκή; Προφανώς δεν έχω ιδέα!)
Και έτσι μπορούμε να καθίσουμε αναπαυτικά στις πολυθρόνες μας για να απολαύσουμε για μια ακόμα φορά το παραδοσιακό ντέρμπι αρχαιολόγοι-γλωσσολόγοι...
Το παραδοσιακό ντέρμπι αρχαιολόγων-γλωσσολόγων λοιπόν…
Οκ, επειδή συμβαίνει η εργασία η οποία έδωσε ερέθισμα στη συζήτηση να έχει γραφεί στο ινστιτούτο που φοιτώ (Institut für Ur- und Frühgeschichte der Universität Heidelberg) και όλως τυχαίως από τον…επόπτη μου (Prof. Dr. J. Maran) νομίζω πως μπορώ να δώσω κάποιες διευκρινιστικές πληροφορίες. Είναι σωστό, ότι η αρχαιολογία δεν μπορεί να κομίσει απαντήσεις σε όλα τα θέματα με πειστικό τρόπο. Αυτό φυσικά ισχύει και για άλλες επιστήμες. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν διαθέτει τη μεθοδολογία και την εμπειρία να ερμηνεύσει σωστά φαινόμενα όπως π. χ. την πολιτιστική αλλαγή του παραδείγματος Βυζάντιο-Τουρκοκρατία. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε πολύ γρήγορα και πολύ αξιόπιστα, διαπιστώνοντας π. χ. την χαρακτηριστική χρονολογική και γεωγραφική διασπορά και εξάπλωση των οθωμανικών υλικών καταλοίπων όπως και των ταφικών εθίμων. Οι γραπτές πηγές δεν είναι το παν. Και αυτές πρέπει να αντιμετωπίζονται με κριτικό πνεύμα. Αν αρκούμασταν σε αυτές θα έπρεπε π. χ. να δεχτούμε τις αρχαίες διηγήσεις (μυθολογία, έπος) για την εποχή των ηρώων, που οι Έλληνες της 1ης π. Χ. χιλιετίας γνώριζαν ότι προηγήθηκε της εποχής τους, ως 100% ιστορία και να σταματήσουμε να ερευνούμε αρχαιολογικά την μυκηναϊκή εποχή. Ενίοτε μόνο μέσω της αρχαιολογίας και του μεθοδολογικού της οπλοστασίου, στο οποίο ανήκουν πλέον και φυσικοχημικές μέθοδοι χρονολόγησης και εντοπισμού της προέλευσης αντικειμένων, είναι δυνατή η αντικειμενική εξακρίβωση της εγκυρότητας μιας γραπτής μαρτυρίας, κατά τον ίδιο τρόπο που μια εξέταση DNA μπορεί να αποδείξει την αξιοπιστία της μαρτυρίας ενός υπόπτου εγκλήματος. Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι οι μεταναστεύσεις λαών είναι πράγματι ένα από τα αρχαιολογικώς πιο δύσκολα ανιχνεύσιμα φαινόμενα. Το πρόβλημα όμως αυτό δεν υπάρχει ευτυχώς για την πολιτιστική αλλαγή του τέλους της 3ης χιλιετίας π. Χ. Σε αυτή την περίπτωση γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά, χάρη κυρίως στην εργασία του καθηγητή Maran, ποιός μετανάστευσε, από πού ξεκίνησε και πού κατέληξε.
Οι «δράστες» της μάλλον ειρηνικής αυτής μετανάστευσης είναι οι φορείς του πολιτισμού Četina, με σημείο εκκίνησης την περιοχή της σημερινής Δαλματίας. Γύρω στο 2300 π. Χ., ή, σύμφωνα με την σχετική χρονολόγηση, κατά την μετάβαση από την ΠΕ (Πρωτοελλαδική) ΙΙ στην ΠΕ ΙΙΙ φάση, στοιχεία του εν λόγω πολιτισμού και κυρίως η χαρακτηριστικότατη κεραμική του, αρχίζουν σταδιακά να εμφανίζονται σε περιοχές πολύ νοτιότερα του αρχικού γεωγραφικού πυρήνα του. Στις περιοχές αυτές ανήκουν όχι μόνο θέσεις της ελληνικής ενδοχώρας, αλλά και κάποιες εκτός Ελλάδος, π. χ. στη Μάλτα. Οι πληθυσμιακές ομάδες του πολιτισμού Četina, που έχουν χαρακτηριστεί και ως „οι αργοναύτες της κεντρικής μεσογείου“, φαίνεται πως εκμεταλλεύθηκαν καταστάσεις κρίσεων στους τόπους-στόχους των μετακινήσεων τους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Λέρνα της Αργολίδας, ίσως η σημαντικότερη θέση της πρωτοελλαδικής περιόδου που γνωρίζουμε. Σε αυτή την περίπτωση η διείσδυση των πληθυσμών του πολιτισμού Četina ακολουθεί χρονολογικά την κατάρρευση του σημαντικότατου πολιτισμου της ΠΕ ΙΙ περιόδου, που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ενός συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης και διαχείρησης αγαθών, του πρωιμότερου στον ελληνικό χώρο. Η παρακμή του συστήματος αυτού, που αποδίδεται πλέον σε ενδογενή αίτια και στη Λέρνα αντικατοπτρίζεται στην καταστροφή του κεντρικού διοικητικού κτηρίου του οικισμού, της „Οικίας των κεράμων“ (House of the Tiles) προηγείται χρονολογικά της εμφάνισης των στοιχείων του δαλματικού πολιτισμού. Η διείσδυση των πληθυσμών του πολιτισμού Četina ήταν η συνέπεια και όχι η αιτία της κατάρρευσης του ΠΕ ΙΙ πολιτισμού.
Το ερώτημα που βεβαίως προκύπτει είναι γιατί να μην ταυτίσουμε τους εν λόγω μετανάστες με τους πρώτους ελληνόφωνους πληθυσμούς της ελληνικής χερσονήσου. Παρότι ο ίδιος ο Maran προτιμά να καλλιεργήσει πιο πολύ την κριτική αμφιβολία από την δογματική βεβαιότητα, δίνει ο ίδιος την απάντηση ήδη με τον τίτλο του βιβλίου του. Σε αυτόν αναφέρεται δηλαδή σε Kulturwandel (πολιτιστική αλλαγή) και όχι σε Kulturbruch (πολιτιστικό ρήγμα). Ο πρώτος όρος δηλώνει την εμφάνιση επιμέρους αλλαγών σε κάποια στοιχεία ενός πολιτισμού, ο οποίος όμως εν πολλοίς παραμένει ίδιος. Η απλώς πρόσκαιρη παρουσία των ιδιαιτεροτήτων του πολιτισμού Četina μέσα στο φάσμα των υλικών καταλοίπων του ΠΕ πολιτισμού και η ομαλή μετάβαση στην Μεσοελλαδική περίοδο (ΠΕΙΙΙ/ΜΕ Ι) υποδηλώνουν, ότι η παρουσία των ξένων πληθυσμών επέδρασε τόσο στην γενικότερο πολιτιστικό χαρακτήρα του ελλαδικού χώρου, όσο π. χ. και η παρουσία των Σλάβων στο Βυζάντιο. Το αν οι πληθυσμιακές ομάδες του πολιτισμού Četina συνεισέφεραν κάποια γλωσσικά στοιχεία στην ελληνική γλώσσα παραμένει (και θα παραμείνει) ανοιχτό. Το να εισήχθη η ελληνική γλώσσα από αυτές τις ομάδες φαντάζει όμως εξαιρετικά απίθανο, λαμβανομένης υπόψην της μικρής έκτασης καθώς και της επίσης μικρής γεωγραφικής και χρονολογικής διασποράς των καταλοίπων του „επεισοδίου“ Četina.
Συμπέρασμα: Στα τέλη της 3ης χιλιετίας π. Χ. μπορούμε πράγματι να ανιχνεύσουμε αρχαιολογικά ένα „μεταναστευτικό επεισόδιο“ μάλλον ειρηνικού χαρακτήρα στον ελλαδικό χώρο. Η έκταση και διασπορά των καταλοίπων του είναι όμως τόσο μικρή εν σχέση προς τον κύριο όγκο του ελλαδικού πολιτισμού, ο οποίος καθώς φαίνεται γρήγορα αφομοίωσε τους επήλυδες, ώστε φαντάζει πολύ δύσκολος οποιοσδήποτε συσχετισμός του επεισοδίου αυτού με την εμφάνιση της ελληνικής γλώσσας στον ελληνικό χώρο. Η μόνη αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη μετανάστευση μεγάλης κλίμακας, η οποία θα μπορούσε να συσχετιστεί με την διασπορά των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, είναι, όπως έχει προτείνει ο κορυφαίος βρετανός αρχαιολόγος Colin Renfrew στο βιβλίο του Archaeology and language, η συνδεόμενη με την εξάπλωση του νεολιθικού τρόπου ζωής. Οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί στην ελληνική ενδοχώρα, π.χ. η Αργισσα στη Θεσσαλία, χρονολογούνται στο 6.500 π. Χ. Η υπόθεση του Renfrew είναι μεν εξαιρετικά τολμηρή, αλλά καλύτερα τεκμηριωμένη από την θεωρία της 3ης χιλιετίας π. Χ. Το θέμα είναι βεβαίως τεράστιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί στην συζήτησή μας…
Τελευταία παρατήρηση: Η γλώσσα των πινακίδων της Γραμμικής Β δεν μας παραδίδει απαραίτητα τη μοναδική μορφή της ελληνικής την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Μας παραδίδει την μορφή που χρησιμοποιείτο στην ανακτορική διοίκηση των συγκεκριμένων περιοχών της μυκηναϊκής Ελλάδας. Σε περιοχές που δεν ανέπτυξαν ανακτορική διοίκηση με χρήση γραφής, π. χ. στην Ήπειρο, δεν αποκλείεται να ομιλούντο άλλες διάλεκτοι (δωρική;), οι οποίες δεν διασώθηκαν γραπτά.
Στελιος: Μολονοτι εχει περασει παρα πολυς καιρος, απο τοτε που διαβασα το διτομο εργο του Μαραν, θυμαμαι οτι η βασικη του θεση ειναι, πως δεν υπηρξε ουσιαστικα καποια καθοδος ελληνικων φυλων, αλλα οι πληθυσμοι που κατοικουσαν στην ηπειρωτικη Ελλαδα απο την Νεολιθικη, ειναι οι ιδιοι, οι οποιοι αργοτερα δημιουργησαν τον Μυκηναικο πολιτισμο, οπως αναφερεις και συ Αθανασιε. Μετακινησεις υπηρξαν στα Βαλκανια κατα την Υστερη Νεολιθικη, την Πρωιμη και Μεση Εποχη του Χαλκου, αλλα ηταν στο στυλ των pastoral societies κατα τον συγγραφεα - μικρες ομαδες που μετακινουνταν αναλογα τις εποχες και καιρικες συνθηκες, αναζητωντας βοσκοτοπια. Ομοιοτητες, συν τοις αλλοις, στην κεραμεικη περιοχων της Θεσσαλιας και της Δυτικης Ελλαδος με αντιστοιχα κεραμεικα στιλ απο την Αδριατικη, πιστοποιουν την παρουσια και αλλων πληθυσμων, η επιρροη των οποιων ομως, δεν ηταν καταλυτικη για τους ... γηγενεις, οπως αναφερει και ο διδακτορικος του Μαραν στο σχολιο του.
Το υφος της εργασιας, η δημοσιευση αγνωστου μεχρι τοτε αρχαιολογικου υλικου και η πειστικη επιχειρηματολογια, φαινεται πως επηρρεασαν τους συναδελφους του Μαραν ως προς την αναγνωριση της. Αλλωστε και ο ιδιος δεν εχει δωσει ποτε του δικαιωματα. Ειναι αξιοπρεπης και σοβαρος στα επαγγελματικα του.
Ετσι, δεν θα πρεπει ισως να μας παραξενευει η αποδοχη της θεωριας του απο τον ευρυτερο ακαδημαικο κυκλο, ειδικα αν σκεφτουμε οτι οι αρχαιογνωστικες επιστημες και κυριως οι Ελληνες καθηγητες, ειναι αυτοι που πρεσβευουν την μη αυτοχθονια των αρχαιων Ελληνων και να κανουν λογο για μεταναστευσεις. Θυμισου μονο Αθανασιε, ποσο πολεμηθηκαν οι Βεντρις και Τσαντγουικ, οταν ανακοινωσαν πως οι πινακιδες της Γραμμικης Β' γραφης ενεχουν μια πρωιμη μορφη ελληνικης γλωσσας...
Post a Comment
<< Home