Φαντάζει ωραία καμμένη η σημαία;
Η απάντησή μου στο ερώτημα του τίτλου του σημερινού άρθρου είναι σαφώς και πολύ έντονα όχι. Για μένα η σημαία δεν είναι απλώς ένα κομμάτι ύφασμα, όπως ακριβώς ο τάφος του πατέρα μου δεν είναι ένα κομμάτι μάρμαρο και το πατρικό μου σπίτι δεν είναι ένας σωρός από κεραμίδια, πέτρες και ξύλα.
Το ζήτημά μου όμως δεν είναι αυτό και θέλω να το ξεκαθαρίσω εξαρχής. Δεν συζητώ ένα θέμα αισθητικής ή πολιτικής φύσης. Δεν με ενδιαφέρει αν το κάψιμο της σημαίας είναι εθνικιστικό ή διεθνιστικό, αν είναι ευγένεια ή αγένεια, αν θα διώξῃ τις βάσεις του θανάτου ή θα πετάξῃ τους Τούρκους στην θάλασσα της Κερύνειας. Αδιαφορώ πλήρως, καθόσον αφορᾴ την παρούσα θεματική, αν καίνε την σημαία οι φασίστες ή οι μασίστες, οι αναρχοαυτόνομοι ή οι αναρχοχαρούμενοι. Το μόνο που διαφέρει εδώ νομικώς είναι ποιος βλάπτεται από μια τέτοια συμπεριφορά.
Για να έχουμε μια πρώτη σχετική εποπτεία, τα σχετικά άρθρα είναι τα άρ. 155 και 181 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία έχουν ως εξής:
Άρ. 155 – Προσβολή συμβόλων ξένου κράτους. Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία ή έμβλημα της κυριαρχίας ξένου κράτους που τελεί σε ειρήνη με την Eλλάδα και είναι αναγνωρισμένο από αυτήν ή διακόπτει ή ηχητικά παρεμποδίζει τη δημόσια ανάκρουση του εθνικού του ύμνου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις έξι μηνών ή με χρηματική ποινή, εφόσον η αμοιβαιότητα είναι εξασφαλισμένη τόσο κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης, όσο και κατά το χρόνο εκδίκασής της. H δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης.
‘Αρ. 181 – Προσβολή συμβόλων του ελληνικού Kράτους. Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία του Kράτους ή έμβλημα της κυριαρχίας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.
Δύο πρόχειρες παρατηρήσεις: Αξιοσημείωτο ασφαλώς είναι το γεγονός ότι η ελληνική νομοθεσία εν μέρει προστατεύει περισσότερο τα αλλοδαπά σύμβολα, εφόσον απαγορεύεται ακόμη και η διακοπή ή παρεμπόδιση της ανάκρουσης του αλλοδαπού εθνικού ύμνου! Από την άλλη πλευρά βέβαια η ποινή είναι σαφώς ηπιώτερη όταν προσβάλλωνται τα αλλοδαπά σύμβολα (φυλάκιση μέχρι έξι μηνών έναντι φυλάκισης μέχρι δύο ετών), ενῴ τίθενται και κάποιοι μάλλον αυτονόητοι περιορισμοί (αρχή αμοιβαιότητας, αίτηση δίωξης της αλλοδαπής κυβέρνησης). Απαραίτητο σε κάθε περίπτωση είναι το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου της εκδήλωσης μίσους ή περιφρόνησης, το οποίο θα επικαλεστώ αφειδώς στην επιχειρηματολογία μου στην συνέχεια.
Ποιος βλάπτεται λοιπόν; Ασφαλώς θα προκαλήται κάποια πολύ σπουδαία βλάβη, ώστε να δικαιολογήται η πολυτέλεια δύο διατάξεων στον Ποινικό Κώδικα. Το ξένο κράτος τάχα ή η πολιτειακή εξουσία, όπως φαίνεται από τον τίτλο των αντίστοιχων κεφαλαίων του Ποινικού Κώδικα; Τι να πω, δεν έχω ιδέα. Όζουν ψευδεγκλήματος οι διατάξεις.
Να μια μικρή σκέψη
όμως: σύμφωνα με το άρ. 8 παρ. 11 περ. ε΄ Ν. 851/1978 «η Εθνική
Σημαία... δεν απορρίπτεται εις τα άχρηστα, αλλά αντικαθιστάμενη λόγῳ
παλαιότητας, καταστρέφεται κατά προτίμησιν διά της πυράς» Με λίγα λόγια
δηλαδή, η ίδια ακριβώς αντικειμενική συμπεριφορά, το κάψιμο της
σημαίας, οτέ μεν τιμωρείται από τον ποινικό νόμο, οτέ δε όχι μόνον δεν
τιμωρείται, αλλά επιβάλλεται και ως υποχρεωτικός τρόπος καταστροφής της
σημαίας! Και το μόνο που διαχωρίζει τις δύο περιπτώσεις και δικαιολογεί
δήθεν το χάος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην δεοντολογική τιμή
«απηγορευμένο» και την δεοντολογική τιμή «επιτρεπόμενο» είναι ακριβώς
το μίσος και η περιφρόνηση. Και πέραν τούτου ουδέν.
Είναι πολύ δύσκολο νομίζω να βρεθῄ στην ποινική μας νομοθεσία πιο κρυστάλλινη περίπτωση δίωξης του φρονήματος και όχι της πράξης καθ’ αυτήν, αλλά απλώς και μόνον εξ αφορμής της, κατά παράβασιν της αρχής με την οποία γαλουχήθηκαν γενιές νομικών: cogitationis poenam nemo patitur. Και detestationis θα προσέθετα.
Γλαύκα εις Αθήνας και λαδοτύρι στον Μανταμάδο κομίζω βέβαια λέγοντας ότι μια τέτοια διάταξη αντίκειται στο άρ. 7 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι απαραίτητη προϋπόθεση του εγκλήματος είναι η ύπαρξη πράξης, και ως εκ τούτου είναι συνταγματική υποχρέωση κάθε δικαστή να μην την εφαρμόζη κατ’ άρ. 87 παρ. 2 Συντ.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το πρόβλημα. Ακόμη και αν υποθέταμε ότι προστατεύεται από προσβολή κάποιο πραγματικό έννομο αγαθό, η απόφαση της εγκληματοποίησης θα έπρεπε να ληφθῄ μετά ενδελεχή στάθμιση με το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και μάλιστα με τον πυρήνα ίσως του δικαιώματος που συνιστᾴ η ελευθερία της πολιτικής έκφρασης. Όπως δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε ένα σύνθημα, μια χειρονομία, ένα εμβατήριο (ας μην σχολιάσω επί του παρόντος το θλιβερό άρ. 86a του γερμΠΚ), έτσι πρέπει ο δημοκρατικός νομοθέτης να είναι πάρα πολύ επιφυλακτικός ως προς την δίωξη τέτοιων συμβολικών πράξεων, στρεφόμενων υποτίθεται κατά κάποιων νεφελωδών κρατικών εννόμων αγαθών, την στιγμή που η απαγόρευση προσβάλλει την πολύ συγκεκριμένη ελευθερία πολιτικής έκφρασης του κάθε πολίτη. In dubio pro libertate!
Και όμως το πράγμα θα μπορούσε να μην έχῃ έτσι στην καθ’ ημάς ανθυπομέτρια νομική πραγματικότητα. Αρκεί να διευρύνουμε λίγο την νομική μας αντίληψη και να στρέψουμε το φιλοπερίεργο βλέμμα μας ως άλλοι Οδυσσείς στον νόον του αμερικανικού Supreme Court, όπως εκφράστηκε στην προσωπική μου αγαπημένη απόφαση Texas vs Johnson το 1989. Στην περίπτωση εκείνη κάποιος Μαοϊστής έκαψε την αμερικανική σημαία έξω από το συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στο Ντάλλας. Το Supreme Court, έστω με την ισχνή πλειοψηφία 5-4, έκρινε ότι η ελευθερία του λόγου καλύπτει τέτοιες πράξεις και άφησε τον Ρένκβιστ και τους ομοίους του να κλαψουρίζουν για τα σύμβολα της εθνικής ενότητας, την προσωποποίηση του Έθνους και το δέος που νιώθουν ενώπιον της αστερόεσσας.
Και αφού άρχισα αναρχικά, θα κλείσω στρατοκαυλικά:
Προς την σημαία παρουσιάστε, αρμ!
Σημασία δεν έχει για το ευνομούμενο κράτος η σημαία καθ’ αυτήν∙ σημασία έχει αυτό που η σημαία αντιπροσωπεύει: την πολύτιμη ελευθερία να την καίω ή να της παρουσιάζω όπλα.
3 Comments:
Εξαιρετική η κατακλείδα σου, τα λέει όλα.
Πολύ κακώς οι σημαίες ταυτίζονται με τη δημιουργία των εθνικών κρατών και θεωρούνται στενόμυαλα εθνικιστικά σύμβολα. Η διαφορετική αντίληψη (αναρχικών και ορισμένων αριστεριστών) για τη λογική του Έθνους δε σημαίνει ότι η σημαία αξίζει να καεί. Συμφωνώ απόλυτα με το ότι η σημαία αντανακλά την αποτιόμενη τιμή στους αγώνες και το αίμα για την Ελευθερία. Η ελευθερία -συμφωνώντας μαζί σου- δεν είναι εθνική, αλλά αιματοβαμμένη για κάθε σκοπό. Μιλάμε για μία ελευθερία και μία δημοκρατία, σαφώς ελλιπείς, αλλά χρειάζεται αγώνες και όχι πυρές για τη βελτίωσή τους.
Το άρθρο του συνιστολόγου είναι εξαιρετικό (και) αυτή τη φορά. Αφήνοντας όμως κατα μέρος τον έπαινο, που αναμφίβολα αξίζει για τις ωραίες του σκέψεις, θα περιοριστώ στην κριτική αδυνάμων σημείων του, όπως άλλωστε πάντα έκανα.
Το βασικό επιχείρημα του άρθρου είναι μια διάταξη που εντόπισε ο Αθανάσιος (αυτή περί της καύσης της σημαίας ως προτιμητέου τρόπου καταστροφής της σε περίπτωση αντικατάστασης). Υποτίθεται, ότι στη βάση αυτής της διάταξης προκύπτει το εξής συμπέρασμα: H ποινικώς ουσιώδης διαφορά μεταξύ του απαγορευμένου και του επιτρεπομένου της συγκεκριμένης εκδήλωσης συμπεριφοράς (καύση σημαίας) στηρίζεται αποκλειστικά στην cogitatio του καίγοντος και όχι στο αντικειμενικό άδικο της καύσης. Δεν θα συμφωνήσω εδώ. Μια διαφορά που ο συνιστολόγος δεν λαμβάνει υπόψη του επαρκώς, λέγεται «παλαιότητα και ανάγκη αντικατάστασης της σημαίας». Η διαφορά αυτή σημαίνει με απλά λόγια τα εξής: Ο νομοθέτης προτείνει την καύση ως ενδεδειγμένο τρόπο καταστροφής μιας παλιάς μη λειτουργικής σημαίας και δεν την αναγνωρίζει επ’ουδενί ως δήθεν θεμιτό τρόπο καταστροφής της λειτουργικής σημαίας από όσους την ‘αγαπούν’ (οπότε η αγάπη ή το μίσος να είναι η μόνη διαφορά που απομένει για τη θεμελίωση του αξιοποίνου του καίγοντος τη σημαία δράστη). Ο νομοθέτης δεν λέει «επιτρέπεται καύση της σημαίας σε εκείνον που τη σέβεται και απαγορεύεται καύση της σημαίας σε εκείνον που τη μισεί» αλλά «επιτρέπεται καύση παλαιάς σημαίας που δεν μπορεί να επιτελέσει τη συμβολική της λειτουργία» και «απαγορεύεται καύση σημαίας που επιτελεί τη συμβολική της λειτουργία». Η διαφορά αυτή είναι σαφής και κινείται σε αντικειμενικό επίπεδο: Ενδιαφέρει το σύμβολο και το κύρος της δι’αυτού εκφραζόμενης πολιτειακής εξουσίας, δεν ενδιαφέρει αν κάποιος αγαπά ή μισεί την πολιτειακή εξουσία –είναι ελεύθερος να κάνει προφανώς ό,τι θέλει αλλά δεν έχει δικαίωμα να εκφράζει τις πεποιθήσεις του θίγοντας το σύμβολο. Εκτός από τη διαφορά όμως υπάρχει και μια σημαντική ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων διατάξεων –θα έλεγα μια ενιαία ratio: Σε κάθε περίπτωση, η σημαία πρέπει να διαφυλάσσεται ακέραια ως σύμβολο: Ούτε να καίγεται από περιφρονούντες αναρχοαυτόνομους ούτε να ρίπτεται σε κάδους αχρήστων αναμεμειγμένη με ληγμένη τροφή για γάτες και χαρτιά υγείας…
Ότι τώρα ένα κομμάτι πανί, μπορεί να λειτουργεί ως σύμβολο και να έχει μια κάποια σημασία (και για τον ποινικό νομοθέτη) δεν μου φαίνεται και τόσο παράξενο. Και οι λέξεις «ανόητος, μπουμπούνας» κ.λπ. είναι απλοί ήχοι (ηχητικά σύμβολα θα έλεγε κανείς) αλλά αν τους εκστομίσω κατά ενός εύθικτου συνιστολόγου συνομιλητή μου, θα συνιστούν πράξη εξύβρισης εκ μέρους μου για την οποία και μπορεί να τιμωρηθώ. Από την άλλη, ότι το άδικο μιας πράξης συγκροτείται κάποτε και από υποκειμενικά στοιχεία είναι κοινός τόπος στο ποινικό δίκαιο (εγκλήματα σκοπού). Ο Συνιστολόγος δεν πρέπει να βαυκαλίζεται εδώ με την αυταπάτη ενός δήθεν αμιγώς αντικειμενικού συστήματος αδίκου: Τέτοιο αμιγές σύστημα δεν αποτέλεσε ποτέ τη σωστή θεωρητική αναπαράσταση του ισχύοντος ελληνικού ποινικού δικαίου, και αποτελεί πρωτίστως μια ποινικοδογματική ιδεολογία, απέναντι στην οποία καλό είναι να στεκόμαστε όλοι με κριτικό πνεύμα (ακόμη και όταν της αναγνωρίζουμε ορθό πυρήνα και φιλελεύθερη λειτουργία)…
Και κάποιες σκέψεις ως προς τη συνταγματικότητα του ά.181ΠΚ: Η διάταξη φέρει καταρχάς τεκμήριο συνταγματικότητας, όπως κάθε διάταξη του ποινικού νομοθέτη. Άρα ο δικαστής πρέπει να ερευνά τυχόν αντισυνταγματικότητα και όχι τη συνταγματικότητά της. Την τυχόν αντισυνταγματικότητα, θα την ερευνήσει ο δικαστής με αναγωγή στο ά.7Σ. που ουσιαστικά εξαντλεί το ζήτημα αυτό για τις ποινικές διατάξεις: Αναγόμενος τώρα στο 7Σ ο δικαστής, δεν νομίζω ότι έχει να διαπιστώσει κάποιου είδους αντίθεση στο Σύνταγμα (υπάρχει πράξη, ορισμένη στο νόμο, ο νόμος προηγείται της πράξης κ.λπ). Η άποψη του Αθανασίου ότι λείπει πράξη, βασίζεται σε εσφαλμένες δογματικές σκέψεις: Ασφαλώς και είναι πράξη η καύση λειτουργικού συμβόλου έκφρασης του κύρους της πολιτειακής εξουσίας που γίνεται με μίσος, περιφρόνηση κ.λπ.: το ότι η καύση πρέπει να υποκινείται από αυτά τα στοιχεία δεν της αφαιρεί την κοινωνική εξωτερίκευση και την αντικειμενική της διάσταση. Στην αντικειμενική-εμπειρική πραγματικότητα, βλέπουμε τη λειτουργική σημαία-σύμβολο να καίγεται από τον αναπτήρα ή τη μολότωφ του δράστη στο Σύνταγμα και ταυτόχρονα βλέπουμε κάποιον να πράττει τα παραπάνω με περιφρόνηση: Δεν βλέπουμε ούτε κάποιον που περιφρονεί τη σημαία απλώς να την περιφρονεί χωρίς να την καίει, ούτε κάποιον που καίει τη σημαία απλώς να την καίει χωρίς να την περιφρονεί. Αυτό που βλέπουμε είναι ακριβώς το πραγματικό του κανόνα του ά.181ΠΚ να λαμβάνει σάρκα και οστά μπροστά μας.
Ο ισχυρισμός τώρα πιθανής πρόσκρουσης του ά.181ΠΚ σε άλλες συνταγματικές διατάξεις (ελευθερία της έκφρασης –ποια διάταξη άραγε εννοεί εδώ ο Συνιστολόγος και τι λέει ακριβώς το γράμμα της-μήπως τη 14παρ.1;) με προβληματίζει: Οι συνταγματικές διατάξεις είναι κατεξοχήν αόριστες και η συγκεκριμενοποίησή τους, ώστε να μπορεί κανείς με ασφάλεια να μιλήσει για σύγκρουσή τους με κανόνες του κοινού δικαίου πρέπει να γίνεται με προσοχή και βήματα ένα προς ένα: Δεν αρκεί η συχνά ρητορική επίκληση αρχών κατά των οποίων δήθεν στρέφεται μια διάταξη του κοινού νόμου. Δεν αρκούν συνθήματα τύπου in dubio pro libertate, in dubio contra fiscum, in dubio pro mitiore και τα τοιαύτα (έχει μαλλιάσει η γλώσσα των μεθοδολόγων να το λένε αυτό). Θέλουμε ουσιαστικά επιχειρήματα εδώ, και πάντοτε προσανατολισμένα στο υπό κρίση συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό που κείται ενώπιον του δικαστή. Προσωπικώς, θεωρώ ότι ορθώς ο Έλληνας δικαστής de lege lata, εφαρμόζει το ά.181ΠΚ ως συνταγματικό και δεν κάνει επικίνδυνα ακροβατικά στηριγμένος σε αμφίβολες κρίσεις περί δήθεν ανυπαρξίας εννόμου αγαθού, ψευδεγκλήματος κ.λπ. Σωστά κάνει και δεν αναφέρεται σε αρχές αναλογικότητας, ελευθερίας της έκφρασης και δεν επιχειρεί σταθμίσεις και κόντρα-σταθμίσεις, αλλά εκφράζει τον θετικισμό του και την προσήλωσή του στο γράμμα της ποινικής διάταξης. Μου φαίνεται ότι όλα αυτά είναι – τουλάχιστον για την περίπτωση της φωτογραφίας που παραθέτει ο συνιστολόγος στο άρθρο του και για εκείνες που παρακολουθούμε όλοι στις τηλεοράσεις μας τις τελευταίες μέρες- εντελώς αχρείαστα: Όταν κάποιοι οργισμένοι τύποι κατεβάζουν από στύλους τη λειτουργούσα ως σύμβολο σημαία και την καίνε δε νομίζω ότι εκφράζονται ελεύθερα, αλλά ότι εκφράζονται ανελεύθερα -αιχμάλωτοι του φανατισμού τους- και σε κάθε περίπτωση παρανομούν: Αν δεν τους πάει κανείς μέσα για 181ΠΚ, θα πρέπει πάντως να τους πάει για 381ΠΚ (με την ίδια μάλιστα ποινή και την δεδομένη συνήθως προϋπόθεση ότι κατέστρεψαν μαζί με τη σημαία και το στύλο ή το κοντάρι της ανάρτησης, τον διπλανό φωτεινό σηματοδότη και κανα δυο-τρία άλλα πραγματάκια που είναι χρήσιμα στους φορολογούμενους Έλληνες πολίτες)…
Θα ήθελα πάντως εδώ να σημειώσω ότι δεν διαφωνώ με το Συνιστολόγο, στο βαθμό που προτείνει μια προσανατολισμένη στο Σύνταγμα μελλοντική νομοθέτηση ως προς την ποινικοποίηση συμβολικών πράξεων (την οποία και εγώ εγκρίνω). Μόνο που ο Αθανάσιος δεν μας λέει ακριβώς τί θα σημαίνει αυτή η νομοθέτηση στο συγκεκριμένο ζήτημα, της καύσης της σημαίας. Αφήνει μάλιστα ίσως η προτροπή του, να δημιουργηθεί στον αναγνώστη η εσφαλμένη εντύπωση, ότι ο νομοθέτης του 181ΠΚ ήταν ο νομοθέτης των αρχών του 50 και η διάταξη αυτή ένα είδος καταλοίπου που δεν προσαρμόζεται αρμονικά στις σύγχρονες συνθήκες ελεύθερης έκφρασης των απόψεών μας στη μεταπολιτευτική δημοκρατική Ελλάδα. Υπενθυμίζω ωστόσο εδώ, ότι η διάταξη του ά.181ΠΚ αντικατεστάθη από το ά.33παρ.6ν.2172 και έλαβε τη σημερινή της διατύπωση μόλις το 1993 (πρόκειται για την παλαιότερη ‘Περιύβριση της αρχής και των συμβόλων΄). Ο νομοθέτης του 93 έκρινε ότι η τιμώρηση της περιφρονητικής καύσης της σημαίας και είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα 75/86 και είναι αναγκαία, κατάλληλη κ.λπ. για να προστατεύσει υφιστάμενο έννομο αγαθό (την πολιτειακή εξουσία). Με άλλα λόγια, εξυγιαίνοντας στο πλαίσιο δημοκρατικών αντιλήψεων την ποινική μηχανή ως προς την αντιμετώπιση συμπεριφορών περιύβρισης αρχής και συμβόλων, ο νομοθέτης του 93 δεν έφτασε μέχρι του σημείου να θεωρήσει την καύση της σημαίας κάτι τόσο ουδέτερο και εντελώς υποκειμενικά χρωματισμένο όπως ο Συνιστολόγος μας θεωρεί στο άρθρο του. Νομίζω, λοιπόν, ότι και η ορθή υποκειμενική-τελολογική ερμηνεία της διάταξης επιβάλλει την εφαρμογή της ως συνταγματικότατης: Αντισυνταγματική θα ήταν αντίθετα η μη εφαρμογή της, δεδομένης μιας τόσο πρόσφατα εκφρασθείσας νομοθετικής βούλησης που ασφαλώς είχε γνώση του Συντάγματος και αυτό ακριβώς θέλησε να συγκεκριμενοποιήσει μέσα από τις ποινικές της διατάξεις…
Καταλήγω και με μία τελευταία μεθοδολογική σκέψη- συμβιβαστική πρόταση στο Συνιστολόγο Αθανάσιο για να «τα βρούμε κάπως» ταιριάζοντας με αμοιβαίες υποχωρήσεις τις απόψεις μας, που νομίζω ότι εξαντλούν τις νομικώς δυνατές αντιλήψεις στο συγκεκριμένο ζήτημα: Ας υποθέσουμε ότι η διάταξη του ά.181ΠΚ είναι πράγματι αντισυνταγματική και προσκρούει στο ά.7Σ, όπως υποστηρίζεις. Προτείνω να ακολουθήσουμε ενόψει αντισυνταγματικότητας, έναν μεθοδολογικό κανόνα του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου και όχι το νομολογιακό προηγούμενο του Supreme Court για να βρούμε λύση στο ζήτημα: Αφού μια δυνατή ερμηνεία της διάταξης του ά.181ΠΚ την καθιστά αντισυνταγματική, πρέπει να υιοθετήσουμε κάποια από εκείνες που την καθιστούν συνταγματική (αν υπάρχουν τέτοιες) –κανόνας της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας. Προτείνω λοιπόν ότι μια τέτοια ερμηνεία μας δίνει η τελολογική συστολή της διάταξης με εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της, εκείνης της σημαίας που ο δράστης δεν αποκαθήλωσε από σημείο όπου είχε αναρτηθεί με κρατική μέριμνα, αλλά την αγόρασε, την κληρονόμησε από τον παππού του που πολέμησε το 40, τη βρήκε αποκαθηλωμένη ήδη και αδέσποτη κ.λπ. Έτσι, θα έχουμε νομίζω ένα τριπλό κέρδος:
1. Θα απαλλάξουμε τον Έλληνα δικαστή από τα Minima, αν δεχθούμε ότι οι καύσεις ελληνικών σημαιών έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί να απασχολούν τα δικαστήρια σε βάρος άλλων, πιο σημαντικών υποθέσεων (τουλάχιστον όσο η Μαριέττα και ο Βύρων έχουν εχθρούς). Είναι βέβαιο ότι πληθώρα αναρχοαυτόνομων σημαιοπυρομανών θα αθωωθούν για τις καύσεις, καθώς θα έχουν αγοράσει οι ίδιοι με τον οβολό τους τις σημαίες τους.
2. Θα εξαναγκάσουμε τους κουκουλοφόρους σε αγορά της γαλανόλευκης, θέτοντάς τους έτσι το δίλημμα: να εκφυλιστούν σε νομοταγείς πολίτες αγοράζοντας το σύμβολο εκείνου που οι ίδιοι θέλουν να περιφρονήσουν βαθύτατα ή να βρούν άλλους, πιο οικονομικούς και αξιοπρεπείς κατά τις αντιλήψεις τους, τρόπους περιφρόνησης της πολιτειακής εξουσίας; Ίσως κάποιοι αποφασίσουν να βρουν τότε άλλους τρόπους ελεύθερης έκφρασης από το να μπουν σε έξοδα…Αλλά και ίσως κάποιοι αγοράζοντας αβέρτα σημαίες, την αγαπήσουν τελικά τη γαλανόλευκη και απόσχουν από την καύση της…
3. Θα αυξήσουμε τις πωλήσεις γαλανόλευκων σημαιών, δίνοντας στους αντίστοιχους εμπόρους οικονομική ανάσα μετά το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα που πέρασε ανεπιστρεπτί. Σε ποιόν Ζαγοράκη άλλωστε μπορούν πλέον οι έμποροι αυτοί να ελπίζουν;
Με τα παραπάνω, κλείνω το ομολογουμένως μακροσκελές αυτό σχόλιο, που ευχαρίστως θα έκαιγα αν δεν με έκαιγε η ανάγκη να συνομιλήσω με τον φίλο Συνιστολόγο Αθανάσιο -αυτή τη φορά όμως όχι για τα σημεία και τα σημαινόμενα αλλά για τη σημαία και τα κατ’αυτής δρώμενα.
Post a Comment
<< Home