Νεοπλουτίδης εναντίον Van Gogh ή ιδιοκτησία εναντίον τέχνης

Ο μπαρμπα-Γιάννης Τραμπάκουλας ξεκινάει μια ωραία μέρα για το χωράφι του στην Άνω Παναγιά (αν έχετε ακουστά). Θέλει να το σκάψει για να χτίσει μια καινούρια, υπερσύγχρονη στάνη για τα αγαπημένα του ζώα. Μόλις το σκαπτικό μηχάνημα ξεκινάει τη δουλειά του, όμως, χτυπάει πάνω σε κάτι σκληρό και ο χειριστής του σταματά και κατεβαίνει να δει τι χτύπησε. Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνει ότι ο μπαρμπα-Γιάννης την πάτησε. Πετάει το τσιγάρο, βλαστημάει μέσα από τα δόντια του και φωνάζει στον εργοδότη του να φύγουν για το χωριό. Εκεί, στον καφενέ της πλατείας, ο δάσκαλος, που είναι και γραμματιζούμενος, δε χρειάζεται να προχωρήσει σε αυτοψία για να βγάλει το πόρισμα: ναός του 4ου αιώνα, λέει, καθότι τα ίδια βρήκε και ο Μήτρος ο μπακάλης και ήρθε η Αρχαιολογική Υπηρεσία και εξήγησε ότι υπάρχουν πολλά αρχαία εδώ γύρω. Ο μπαρμπα-Γιάννης, ρουφάει μια γουλιά από το βαρύ γλυκό, χαϊδεύει τη φούντα απο το κομπολόι και διερωτάται: «και τώρα τι γίνεται, δάσκαλε»; «Τι να γίνει», απαντά ο σοφός του χωριού, «στάνη δεν μπορείς να κάμεις – και θα σου πάρουν και το χωράφι, αλλά θα σε πληρώσουν». «Και τι να τα κάνω τα λεφτά», εξίσταται ο Τραμπάκουλας, «εγώ το χωράφι μου θέλω και να φτιάξω την στάνη μου. Δικό μου δεν είναι το χωράφι που μου άφησε ο μακαρίτης ο θειός μου; Γιατί δεν μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω; Αν βρω πετρέλαιο γιατί δηλαδή μπορώ να το αφήσω εκεί που είναι, αλλά αν βρω αρχαία όχι»;
Ο κ. Νεοπλουτίδης κατεβαίνει από το αεροπλάνο με έναν κόμπο στο στομάχι. Ποτέ δεν του άρεσαν τα μεγάλα ταξίδια, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν χειρότερα. Η σύζυγός του επέμενε πως ήταν ανήκουστο για μία κυρία της κοινωνικής της θέσης να μην έχει έναν πίνακα διάσημου ζωγράφου. Η μόνη τέχνη που εκτιμά ο ίδιος είναι αυτή που υπηρετεί η Άντζελα Δημητρίου, αλλά όταν μαθεύτηκε ότι ένας πίνακας του Van Gogh έβγαινε σε δημοπρασία υπέκυψε στη γκρίνια και πέταξε για Νέα Υόρκη. Ευτυχώς που κατάφερε να αλλάξει το εισιτήριό του και να επιστρέψει μία μέρα νωρίτερα. Με αυτές τις σκέψεις κατεβαίνει από το ταξί ακολουθούμενος από τον υπάλληλο της εταιρίας που ανέλαβε την μεταφορά του πίνακα. Λίγο πριν μπει στο σπίτι, βγάζει τον πίνακα από την συσκευασία του και μπαίνει θριαμβευτικά στο σαλόνι αναλογιζόμενος τη χαρά και την έκπληξη της συζύγου του. Μόνο τότε αντιλαμβάνεται γιατί εκείνη αρνήθηκε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη και προτίμησε να μείνει στην Αθήνα. Οργισμένος τόσο από το θέαμα της κ. Νεοπλουτίδου στην αγκαλιά του εραστή της όσο και από την αφέλειά του που τον οδήγησε σε μία τόσο ακριβή αγορά για χάρη της άπιστης συζύγου του, αρπάζει ένα χαρτοκόπτη με σκοπό να τεμαχίσει το αριστούργημα. Τότε, ο φιλότεχνος εραστής εγκαταλείπει την σύντροφό του στην αμαρτία και αφοπλίζει τον άξεστο Νεοπλουτίδη. «Συγκρατηθείτε», αναφωνεί, «δεν καταλαβαίνετε πως θα καταστρέψετε έναν Van Gogh;». «Ασε με, κάθαρμα», ουρλιάζει ο απατημένος σύζυγος, «δικός μου είναι ο πίνακας και ό,τι θέλω τον κάνω».
Το ερώτημα είναι προφανές: καλώς ή κακώς η Αρχαιολογική Υπηρεσία, στην πρώτη περίπτωση, και ο εραστής της κ. Νεοπλουτίδου στη δεύτερη, εμποδίζουν τον Τραμπάκουλα και το Νεοπλουτίδη να κάνουν ό,τι νομίζουν για την περιουσία τους; Σίγουρα, οι δύο αυτοί άνθρωποι έχουν νομίμως αποκτήσει το χωράφι και τον πίνακα αντιστοίχως και έχουν, κατ΄ αρχήν, το δικαίωμα να τα μεταχειρισθούν όπως επιθυμούν. Ο υπολογιστής που έχω μπροστά μου είναι δικός μου και μπορώ να τον πετάξω από το παράθυρο αν μου κάνει κέφι. Γιατί να μην κάνω το ίδιο και με έναν πολύτιμο πίνακα; Γιατί να μην κάνω το ίδιο και με τα αρχαία ερείπια που βρήκα στον κήπο μου;
Ο βασικός λόγος για τον οποίο νομίζω πως καλώς εμποδίζονται οι ιδιοκτήτες των παραδειγμάτων μας έχει να κάνει με την πεποίθησή μου ότι η τέχνη δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ιδιοκτησίας όπως ένας υπολογιστής ή ένα αυτοκίνητο. Αυτό δεν προκύπτει από κάποιο τυχόν δικαίωμα όλων ημών στην τέχνη, διότι, ακόμα κι αν υπάρχει τέτοιο δικαίωμα, δεν επεκτείνεται, προφανώς, σε συγκεκριμένα αντικείμενα ή τεχνουργήματα. Εγώ δεν έχω κανένα απολύτως δικαίωμα στον Παρθενώνα ή την «Κραυγή» και δεν μου πέφτει κανένας λόγος για το πως θα τη διαχειρισθούν όσοι έχουν την σχετική ευθύνη ή για το πότε θα μου επιτρέπεται να τα βλέπω. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την αγορά ή την αποθήκευση πινάκων ή αρχαίων ευρημάτων με αποτέλεσμα να μην μπορώ να τα βλέπω και να τα χαίρομαι. Όμως, η αξία της τέχνης δεν εξαρτάται ούτε από το που βρίσκονται τα αριστουργήματά της ούτε από το αν τα βλέπω εγώ ή η κ. Νεοπλουτίδου. Η αξία αυτή επιβάλλει όχι απλά περιορισμούς στο δικαίωμα στην ιδιοκτησία, αλλά την αποβολή των έργων τέχνης από τα γενικώς ισχύοντα περί ιδιοκτησίας. Με Hohfeldian όρους, ο Νεοπλουτίδης έχει την άδεια να κάνει ό,τι θέλει με τον Van Gogh του (και να τον καταστρέψει, αν το προτιμά) ακριβώς επειδή τον έχει αγοράσει και κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα πάνω σε αυτόν τον πίνακα. Δεν έχει, όμως, το δικαίωμα να τον καταστρέψει και, συνεπώς, ο εραστής της συζύγου του δεν έχει την υποχρέωση να μην τον αποτρέψει από την πράξη αυτή. Αυτή είναι μία ιδαιτερότητα που προκύπτει από την αξία της τέχνης – ένα χαρακτηριστικό που λείπει από άλλα αντικείμενα ιδιοκτησίας.
Ο Νεοπλουτίδης, όμως, δεν μπορεί να βλέπει τον πίνακα και θέλει να τον καταστρέψει – δεν του αρκεί να τον πουλήσει για να τον ξεφορτωθεί. Τότε το κράτος καλείται, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, να παρέμβει, όπως παρεμβαίνει και στην περίπτωση του αρχαιοελληνικού ναού στο χωράφι του Τραμπάκουλα και να αφαιρέσει τον πίνακα αποζημιώνοντας ταυτόχρονα τον ιδιοκτήτη του. Αν είναι κανείς ικανοποιημένος με αυτή τη λύση, έχει ένα ακόμα πρόβλημα στο πιάτο του: τι θα γίνει στην περίπτωση που κάποιος αγοράζει ένα έργο τέχνης με σκοπό να το καταστρέψει; Εν προκειμένω, ο άνθρωπος αυτός έχει ξοδέψει τα χρήματά του με την προσδοκία ότι θα μπορεί να καταστρέψει το αντικείμενο που θα αγοράσει. Αυτή η προσδοκία του καθιστά δυσχερέστερη τη δικαιολόγηση της αρπαγής του έργου – έστω και συνοδευόμενης από ικανή αποζημίωση. Στο δικό μου το μυαλό αυτή η δυσκολία μπορεί να ξεπερασθεί μόνο με έναν τρόπο: πριν την πώληση κάθε έργου τέχνης ο υποψήφιος αγοραστής θα ενημερώνεται για το ιδιότυπο αυτό καθεστώς ιδιοκτησίας που δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα καταστροφής του εν λόγω αντικειμένου.

